Αναπόσπαστος πνευματικός θησαυρός της μακρόχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας και της πλούσιας θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονομιάς της αγιοτόκου και αγιοβαδίστου νήσου Κεφαλληνίας αποτελούν οι στρατιωτικοί και ομολογητές άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι διέλαμψαν ασκητικά και εκοιμήθησαν οσιακά τον 4ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Σάμης. Οι τρεις αυτοί άγιοι, οι οποίοι είναι γνωστοί στο νησί του Ιονίου, αλλά και σε ολόκληρο πλέον τον χριστιανικό κόσμο με την προσωνυμία «΄Αγιοι Φανέντες», η οποία τους αποδόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών τους σκηνωμάτων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, σκιαγραφούνται μέσα από δύο λατινικά συναξάρια του 14ου αιώνα. Το πρώτο που είναι εκτενέστερο γράφτηκε από τον Βενετό μοναχό του Τάγματος των Δομινικανών Pietro Calό, ενώ το δεύτερο που είναι συνοπτικότερο γράφτηκε από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, ο οποίος πριν την εκλογή του σε επίσκοπο είχε υπηρετήσει ως ιερατικός προϊστάμενος στον ναό των Αγίων Αποστόλων της Βενετίας. Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο αυτά συναξάρια οι τρεις άγιοι κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έζησαν περί τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα. Υπηρέτησαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό, αλλά αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το στράτευμα επί των ημερών του αιρετικού αυτοκράτορα Κωνστάντιου (337-361), για να μην ασπασθούν τη φοβερή αίρεση του Αρειανισμού, αφού πίστευαν αταλάντευτα στις αλήθειες του Ευαγγελίου του Χριστού. Έτσι αναχώρησαν από τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία, όπου στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης ανακάλυψαν μέσα σ’ ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκατεστραμμένου αρχαίου ναού. Εκεί εγκαταστάθηκαν και έζησαν ως στρατιώτες και αθλητές πλέον του Χριστού μέχρι την ημέρα, κατά την οποία εκοιμήθησαν οσιακά. Πολλά χρόνια μετά την οσιακή τελευτή τους αποκαλύφθηκαν με θαυμαστό τρόπο τα ιερά τους σκηνώματα. Έτσι μετά από την κατ’ όναρ εμφάνιση των αγίων σ’ έναν επιφανή και πλούσιο κάτοικο του νησιού, ονόματι Μιχαήλ, που έπασχε από μία μορφή λέπρας, του υποδείχθηκε ο τόπος, όπου αυτά βρίσκονταν, από έναν χοιροβοσκό, ο οποίος ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σ’ ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τα τρία άφθαρτα και ευωδιάζοντα ιερά σκηνώματα των αγίων. Αφού θεραπεύθηκε από την ανίατη ασθένειά του, ίδρυσε με δική του δαπάνη Μονή προς τιμήν των τριών αγίων. Πρόκειται για την περιώνυμη Μονή των Αγίων Φανέντων, η οποία είναι κτισμένη στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει πάνω από τη σημερινή κωμόπολη της Σάμης και θεμελιωμένη πάνω στα ελληνιστικά τείχη της αρχαίας ακροπόλεως. Η ιστορική αυτή Μονή, η οποία αναφέρεται στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του έτους 1264, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκκλησιαστική ιστορία και την επιχώρια κοινωνία της Κεφαλληνίας, αφού υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα και πλουσιότερα μοναστήρια του νησιού με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία και πολυπληθή μοναστική αδελφότητα. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί από την εποχή της ιδρύσεώς της μέχρι και σήμερα τον τόπο της τιμητικής προσκυνήσεως και της λατρευτικής τιμής των τριών παλαιότερων αγίων της Κεφαλληνίας, η μνήμη των οποίων καθιερώθηκε από παλαιοτάτων χρόνων να εορτάζεται πανηγυρικά την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Τα τρία ολόσωμα σκηνώματα εκλάπησαν από τους Βενετούς μεταξύ του 9ου -14ου αιώνα και κατόπιν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Προφήτη Ζαχαρία της Βενετίας, η οποία περί τα τέλη του 18ου αιώνα διαλύθηκε, ενώ από το 1810 επαναλειτούργησε ο ομώνυμος Ναός, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα τα ιερά λείψανα των τριών αγίων. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι στις 29-30 Ιανουαρίου 2009 και μετά την αποσφράγιση της λάρνακας και την επιστημονική εξέταση του περιεχομένου της, αποδείχθηκε η αυθεντικότητα των ιερών λειψάνων των τριών ομολογητών αγίων. Μετά μάλιστα και από την επίσημη ταυτοποίησή τους μικρό μέρος των ιερών λειψάνων και των τριών αγίων δόθηκε ως ευλογία και δώρο στην Ιερά Μητρόπολη Κεφαλληνίας. Από τις 2 Μαΐου 2009 τα ιερά αυτά λείψανα φυλάσσονται πλέον ως πολύτιμος πνευματικός θησαυρός στον περικαλλή Ιερό Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης, όπου βρίσκεται προς προσκύνηση και η ιστορηθείσα από τον Εμμανουήλ Μόσχο το 1654 αριστουργηματική εφέστια εικόνα των τριών αγίων, η οποία προέρχεται από το τέμπλο του καθολικού της παλαίφατης, αλλά ερειπωμένης πλέον από τους σεισμούς του 1953 Μονής των Αγίων Φανέντων. Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται η άρρηκτη και αναπόσπαστη σχέση των στρατιωτικών και ομολογητών αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος με την Κεφαλληνία, αφού στο μεγαλύτερο αυτό νησί του Ιονίου κατέφυγαν ερχόμενοι από τη Σικελία, κατόπιν δε αναζητώντας κατάλληλο τόπο για προσευχή και άσκηση, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σάμης, όπου έζησαν ασκητικά μέχρι την οσιακή τους κοίμηση. Στον ίδιο αυτόν τόπο ενταφιάσθηκαν και μετά από τη θαυματουργική ανεύρεση των άφθαρτων ιερών σκηνωμάτων τους ανεγέρθηκε η Μονή των Αγίων Φανέντων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Τα τελευταία όμως χρόνια ο Σάμιος Καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης κ. Μανόλης Βαρβούνης, στηριζόμενος και σε σχετικές αναφορές για τους τρεις αγίους του επίσης Σαμίου ιστορικού μελετητή Επαμεινώνδα Σταματιάδη στο έργο του: «Σαμιακά, ήτοι, Ιστορία της Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμος 4, εν Σάμῳ 1886», επιχειρεί μέσα από τα γραφόμενά του να αποσυνδέσει τους αγίους από την Κεφαλληνία ως τόπο καταφυγής, ασκήσεως και κοιμήσεώς τους και να τους συσχετίσει άμεσα και ουσιαστικά με το αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου που είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα του. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού αποδίδει το τοπωνύμιο «Σάμος» που υπάρχει στα δύο διασωθέντα λατινικά συναξάρια στο ομώνυμο νησί του Αιγαίου Πελάγους, αγνοώντας ή και παραβλέποντας την από αρχαιοτάτων χρόνων και μάλιστα από την ομηρική εποχή διπλή ονομασία του μεγαλύτερου νησιού του Ιονίου με τα ονόματα «Κεφαλληνία» και «Σάμος», αλλά και τη διπλή ονομασία του ανατολικού τμήματος του νησιού και της ευρισκόμενης σ’αυτό κωμοπόλεως με τα ονόματα Σάμος και Σάμη. Ενδεικτική είναι η αναφορά στην Ιλιάδα (Β΄ 631-634): «Αὐτάρ Ὀδυσσεύς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους, οἵ ρ’ Ἰθάκην εἶχον καί Νήριτον εἰνοσίφυλλον καί Κροκύλει’ἐνέμοντο καί Αἰγίλιπα τρηχεῖαν, οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ΄οἵ Σάμον ἀμφενέμοντο…». Αλλά και στη γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια Baudrandus (ΙΙ, 198) παρατίθεται ως τρίτο λήμμα για την ερμηνεία του όρου «νήσος Σάμος» το ακόλουθο: «Σάμος, νήσος του Ιονίου Πελάγους κατά τον Πλίνιο και Λίβιο, που ονομάσθηκε και Σάμη σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνα και μετά Κεφαλληνία, όπου υπάρχει επίσης και πόλη Σάμος», ενώ το τοπωνύμιο «Σάμος» χρησιμοποείται μέχρι σήμερα στη ντοπιολαλιά των κατοίκων της περιοχής της Σάμης, αλλά και στην προσωνυμία «Αντίσαμος» που φέρει η δημοφιλέστερη παραλία της περιοχής.
Εκτός όμως από το τοπωνύμιο «Σάμος» ο καθηγητής κ. Μανόλης Βαρβούνης στην προσπάθειά του να παρουσιάσει πιθανά αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τη σχέση των τριών αγίων με τη Σάμο, διατυπώνει μία θεωρία που βασίζεται σε πιθανολογούμενες συσχετίσεις και εικασίες, οι οποίες όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά αξιόπιστες και να αποκτήσουν επιστημονική εγκυρότητα. Έτσι στα πλαίσια της προβολής της σαμιακής αγιολογίας συνέγραψε μελέτη με τίτλο «Αγιολογική και λαϊκή παράδοση των στρατιωτικών αγίων της Σάμου Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος (Δ΄ αιώνας)», στην οποία επαναλαμβάνοντας στα συμπεράσματά του τις λέξεις «πιθανότατα» και «ίσως», αναπτύσσει την αίολη επιχειρηματολογία του για τη σχέση των τριών αγίων με τη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους. Θα σταθούμε σε μερικά σημεία αυτής της μελέτης για να αποδειχθεί η ιστορική αναξιοπιστία της, αλλά και η ανεπάρκεια των επιχειρημάτων που προβάλλονται μέσα από αυτή.
Καταρχήν ο Σάμιος Καθηγητής αμφισβητεί τον σχολιασμό που κάνει στο συναξάριο των αγίων του Pietro Calό ο Βολλανδιστής αγιολόγος και μελετητής Gulielmo Cupero, ο οποίος ταυτίζει τη Σάμο του συναξαρίου με την Κεφαλληνία, ισχυριζόμενος ότι εάν ανατραπεί η ταύτιση αυτή, τότε τίθεται σε αμφιβολία όχι μόνο η γεωγραφική και τοπογραφική αξιοπιστία του συναξαρίου, αλλά και η επίγεια δράση των αγίων στην Κεφαλληνία. Στο σημείο αυτό αντιπροτείνει ότι «θα μπορούσε κανείς» να ταυτίσει το τοπωνύμιο Thous που υπάρχει στο συναξάριο και αποδίδεται από τον Βολλανδιστή σχολιαστή στην Ιθάκη, με την αρχαία πόλη Τέω που βρίσκεται στη Μ. Ασία απέναντι από τη Σάμο. Με την ίδια όμως λογική και ευκολία που αμφισβητεί τον Βολλανδιστή σχολιαστή και εκδότη του συναξαρίου, μπορεί κανείς με τον ίδιο συλλογισμό να απορρίψει τη δική του ερμηνεία και εκδοχή. Σε άλλο σημείο της μελέτης του ο Σάμιος Καθηγητής αποδίδοντας το τοπωνύμιο «Σάμος» στο ομώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί, καταλήγει στο αβάσιμο συμπέρασμα ότι η Σάμος είναι το νησί, όπου εκοιμήθησαν οι άγιοι και αυτό συνάγεται από τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα του νησιού. Έχοντας ο ίδιος ανεπαρκή γνώση της γεωγραφικής τοπογραφίας της περιοχής της Σάμης Κεφαλληνίας παρουσιάζει ως τόπο ασκήσεως και κοιμήσεως των αγίων περιοχή της Σάμου, πλησίον του σημερινού Πυθαγορείου, όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη του νησιού. Εκτός όμως από το τοπωνύμιο «Σάμος» δεν υπάρχει στα συναξάρια καμία άλλη αναφορά σε μνημείο ή σε περιγραφή του τόπου με τοπωνύμια περιοχών του αιγαιοπελαγίτικου νησιού, ώστε να μπορεί κανείς να ταυτίσει με σαφήνεια και ακρίβεια τη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους με την επίγεια διαδρομή των αγίων. Παρόλα αυτά προβάλλει εικονικά το χρονολογούμενο από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και σωζόμενο σε ερειπωμένη μορφή χριστιανικό μαρτύριο στο παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο της Παναγίτσας απέναντι από τη λίμνη Γλυφάδα στην περιοχή του Πυθαγορείου ως τόπο, όπου κατά την άποψή του ενταφιάσθηκαν οι τρεις άγιοι, επειδή τυγχάνει να συμπίπτει η χρονική περίοδος που διέλαμψαν οι άγιοι με τη χρονολόγηση του συγκεκριμένου μνημείου. Η χρονολογική αυτή συσχέτιση δεν μπορεί όμως να αποτελέσει απόδειξη για την επίγεια παρουσία των τριών αγίων στο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Έτσι η πιθανολογούμενη αυτή ταύτιση είναι ιστορικά αναξιόπιστη, αφού μόλις από τον 4ο μ.Χ. αιώνα οι χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να ασκήσουν τα χριστιανικά τους καθήκοντα με τη βοήθεια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337), γεγονός που τους επέτρεψε να ανεγείρουν κατά την περίοδο αυτή και στη Σάμο το πρώτο χριστιανικό μνημείο, αλλά και να οργανώσουν στο νησί χριστιανική κοινότητα. Άλλωστε τον 5ο μ.Χ. αιώνα ανεγείρονται πολλές βασιλικές στην περιοχή του Πυθαγορείου που αποδεικνύουν ότι ο χριστιανισμός είχε πλέον επικρατήσει στο νησί, ενώ την ίδια περίοδο μνημονεύεται και ο πρώτος επίσκοπος της Σάμου, ονόματι Μιχαήλ. Για να δοθεί μάλιστα επιστημονική ισχύ στην εικονική ταύτιση του πρώτου παλαιοχριστιανικού μνημείου της Σάμου με τους τρεις αγίους επικαλείται ο κ. Μανόλης Βαρβούνης και το όνομα του αρχαιολόγου κ. Κωνσταντίνου Τσάκου, ο οποίος ουδέποτε επιβεβαίωσε και πιστοποίησε την πιθανολογούμενη αυτή συσχέτιση.
Όμως στα δύο συναξάρια των αγίων γίνεται σαφής λόγος για την ανέγερση Μονής επ’ ονόματί τους μετά από τη θαυματουργική αποκάλυψη των ιερών τους σκηνωμάτων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι Μονή προς τιμήν των τριών ομολογητών αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος υπάρχει μόνο στην περιοχή της Σάμης Κεφαλληνίας, στον τόπο δηλαδή όπου σύμφωνα με τα συναξάρια κατέφυγαν, ασκήτευσαν και εκοιμήθησαν οι άγιοι. Ο Καθηγητής κ. Μανόλης Βαρβούνης συνδέει όμως την ύπαρξη της Μονής των Αγίων Φανέντων με τη διέλευση των λειψάνων των αγίων από τη θαλάσσια περιοχή της Κεφαλληνίας κατά τη μεταφορά τους από τη Σάμο στη Βενετία, ενώ την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες» τη συνδέει άμεσα λόγω γλωσσικής συσχέτισης με τον αρχαίο ναό του αιρετικού Επιφάνη που ετιμάτο στην περιοχή της Σάμης τον 2ο μ.Χ. αιώνα, απορρίπτοντας τα περί ευρέσεως των λειψάνων των αγίων σε σπήλαιο της περιοχής σύμφωνα με την τοπική παράδοση. Κάνει μάλιστα παραλληλισμό της περίπτωσης της μετακομιδής των λειψάνων των τριών αγίων προς τη Βενετία με τις αντίστοιχες περιπτώσεις των λειψάνων του αγίου Νικολάου το 1087 και του αγίου Δονάτου το 1122, αφού η Κεφαλληνία αποτελούσε έναν από τους σταθμούς μετακομιδής των λειψάνων προς τη Δύση. Ακολουθώντας όμως αυτόν τον συλλογισμό, προβληματίζεται έντονα ο κάθε μελετητής σκεπτόμενος ότι σύμφωνα με την παραπάνω άποψη και ερμηνεία τα λείψανα τριών αγίων που ασκήτευσαν και εκοιμήθησαν στη Σάμο του Αιγαίου Πελάγους, διήλθαν κατά τη μετακομιδή τους προς τη Βενετία από την Κεφαλληνία, η οποία ως γνωστόν είναι το μεγαλύτερο νησί του Ιονίου Πελάγους με έκταση σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη της Σάμου, η δε τιμή των αγίων επικεντρώθηκε κατά μία «τυχαία και ανεξήγητη σύμπτωση» αποκλειστικά στη Σάμο (Σάμη) της Κεφαλληνίας και όχι σε κάποιο άλλο μέρος του τόσο μεγάλου σε έκταση νησιού των Επτανήσων. Στον τόπο αυτό ανεγέρθηκε και Μονή επ’ ονόματί τους, η οποία όμως έλαβε την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες» από τον αιρετικό Επιφάνη και όχι γιατί τα λείψανά τους αποκαλύφθηκαν θαυματουργικά στον χώρο, όπου ενταφιάσθηκαν οι άγιοι. Από τα παραπάνω κατανοεί κανείς την ανεδαφικότητα του συλλογισμού και την ανεπάρκεια της επιχειρηματολογίας του κ. Μανόλη Βαρβούνη, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποσυνδέσει την Κεφαλληνία από την ουσιαστική της σχέση με τους τρεις αγίους. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται κανείς την προκληθείσα γεωγραφική σύγχυση της Σάμου του Αιγαίου Πελάγους με τη Σάμο του Ιονίου Πελάγους, δηλαδή την Κεφαλληνία και την περιοχή της Σάμης, όπου με επίκεντρο την ιστορική Μονή των Αγίων Φανέντων απονέμεται εδώ και αιώνες η πρέπουσα τιμή στους αγίους.
Ατυχής και μη συγκρίσιμος είναι και ο παραλληλισμός που κάνει αναφορικά με τη μετακομιδή του λειψάνου του αγίου Νικολάου το 1087 από τα Μύρα της Λυκίας στο Μπάρι της Ιταλίας, αφού πρόκειται για τον λαοφιλέστερο άγιο των Ορθοδόξων με τιμή και αναγνώριση σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο Ανατολής και Δύσης. Και μόνο το άκουσμα της είδησης ότι το ιερό λείψανο ενός τόσο λαοφιλούς και θαυματουργού αγίου, όπως είναι ο άγιος Νικόλαος, διέρχεται από τη θαλάσσια περιοχή της νοτιοδυτικής Ελλάδος και των νησιών του Ιονίου Πελάγους, ήταν αρκετό για να δημιουργήσει στους κατοίκους τέτοια αισθήματα ευλάβειας και κατάνυξης, ώστε να ενισχυθεί και η αποδιδόμενη τιμή στον άγιο. Γι’ αυτό και ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή πολυάριθμοι ναοί και μονές επ’ ονόματί του, ενώ καθιερώθηκε στις 10 Μαΐου εορτασμός του ευφρόσυνου γεγονότος του «περάσματος» του λειψάνου του αγίου από τη θαλάσσια αυτή περιοχή που είναι γνωστός πλέον ως εορτή της «παρόδου του ιερού λειψάνου». Την ημέρα μάλιστα αυτή πανηγυρίζουν με λαμπρότητα ναοί και μονές της νοτιοδυτικής Ελλάδος και των Ιονίων Νήσων, όπως το προσκύνημα του Αγίου στα Σπάτα Αχαΐας, η ομώνυμη μονή στο νοτιοδυτικό άκρο της Λευκάδος, ο ιστορικός ναός του Αγίου Νικολάου του Μώλου στην πόλη της Ζακύνθου, καθώς και οι ομώνυμοι ναοί στα χωριά της Ζακύνθου Φιολίτι και Σκουλικάδο, αφού στο νησί του Σολωμού και του Κάλβου ο άγιος είναι γνωστός ως «Άγιος Νικόλαος ο Περαστός».
Στην περίπτωση όμως των αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος, οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν άγνωστοι στα ορθόδοξα συναξάρια και συνεπώς παντελώς άγνωστοι στη θρησκευτική ζωή και συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των χριστιανών της πατρίδος μας, δεν θα αρκούσε η διέλευση των λειψάνων τους από την Κεφαλληνία, ώστε να εδραιωθεί τόσο πολύ η τιμή τους στο νησί του Ιονίου και να ανεγερθεί και ομώνυμη Μονή, εάν δεν είχαν αφήσει ανεξίτηλη την επίγεια φωταυγή παρουσία τους και τη θαυματουργική τους χάρη στην περιοχή της Σάμης. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο, εάν σκεφθεί και λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του ότι ο γνωστός στους συναξαριστές και λαοφιλής λόγω των πολλών του θαυμάτων άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας ο θαυματουργός, ο οποίος διέλαμψε στην περιοχή της Θεσπρωτίας τον 4ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή την ίδια χρονική περίοδο με τους τρεις ομολογητές αγίους, παραμένει στην Κεφαλληνία μέχρι σήμερα παντελώς άγνωστος λατρευτικά και εικονογραφικά, αφού ναός ή μονή επ’ ονόματί του δεν υπήρξε ποτέ στο νησί, παρόλο που το ιερό του σκήνωμα κατά τη μεταφορά του στη Βενετία παρέμεινε τον 12ο μ.Χ. αιώνα και για αρκετό χρονικό διάστημα στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Λειβαθούς, το οποίο αποτέλεσε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας και για 257 χρόνια (1500-1757) την πρωτεύουσα της Κεφαλληνίας. Αλλά και η σύνδεση της τιμής των τριών αγίων σύμφωνα με την άποψη του κ. Μανόλη Βαρβούνη με τον αιρετικό Επιφάνη, από τον οποίο έλαβαν την προσωνυμία «φανέντες», είναι εντελώς αβάσιμη, αφού η καταγεγραμμένη και δημοσιευμένη πλέον προφορική παράδοση της περιοχής της Σάμης για τους αγίους πιστοποιεί την αδιαμφισβήτητη παρουσία τους στην περιοχή αυτή, δεδομένου ότι αναπαράγει με μεγάλη αξιοπιστία και εγγύτητα τα στοιχεία που παρατίθενται στα συναξαριακά κείμενα, όταν μάλιστα αυτά ήταν παντελώς άγνωστα για πάρα πολλά χρόνια στην κεφαλληνιακή βιβλιογραφία. Συνεπώς η απόδοση της προσωνυμίας «φανέντες» στους τρεις στρατιωτικούς και ομολογητές αγίους από τον αιρετικό Επιφάνη είναι εξωπραγματική, διότι στην περίπτωση που ανεγείρετο χριστιανικός ναός στον ίδιο τόπο, όπου υπήρχε ο ναός του αιρετικού Επιφάνη, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε παρόμοιες περιπτώσεις αρχαίων ειδωλολατρικών ναών, θα κτιζόταν ναός με κάποιο άλλο όνομα και δεν θα αφιερωνόταν σε τρεις άγνωστους στην Κεφαλληνία αγίους, οι οποίοι θα είχαν ασκητεύσει και κοιμηθεί σ’ έναν τόπο τόσο μακρινό από το νησί του Ιονίου, όπως είναι η ακριτική Σάμος.
Η περίπτωση των τριών στρατιωτικών και ομολογητών αγίων της Κεφαλληνίας παρουσιάζει ομοιότητα και αντιστοιχία με τους τρεις θεοφόρους Πατέρες που ασκήτευσαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα σε σπήλαιο στο βουνό των Σκάρων της Λευκάδος, πλησίον του χωριού Νικιάνα. Οι τρεις αυτοί Πατέρες μαζί και με άλλους δύο έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας που συνεκλήθη το 325μ.Χ., κατόπιν δε ακολούθησαν τον επίσκοπο Λευκάδος Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του στο νησί. Όμως οι τρεις από τους πέντε θεοφόρους Πατέρες αναζητώντας κατάλληλο τόπο για άσκηση, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα σπήλαιο στο βουνό των Σκάρων. Εκεί αποφάσισαν να εγκαταβιώσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους, επιδιδόμενοι αδιάλειπτα στην προσευχή και τη νηστεία. Εκοιμήθησαν οσιακά και ενταφιάσθηκαν πάνω από το σπήλαιο που ασκήτευσαν, όπου σήμερα βρίσκεται ο μικρός ναός του Ιερού Ησυχαστηρίου των Αγίων Πατέρων. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τον τάφο ενός από τους Πατέρες αναβλύζει διαρκώς αγίασμα, ενώ εντυπωσιακή είναι η αποκάλυψη των τάφων των τριών αγίων σύμφωνα με την τοπική παράδοση. Έτσι ένας βοσκός αιγοπροβάτων έβλεπε καθημερινά έναν τράγο να βγαίνει μέσα από τους βράχους με βρεγμένα τα γένια του, ενώ στην περιοχή δεν υπήρχε καθόλου νερό. Το αξιοπερίεργο αυτό φαινόμενο τον παρακίνησε να ακολουθήσει τον τράγο, ο οποίος τον οδήγησε στον τόπο, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των τριών αγίων. Σ’ έναν μάλιστα από αυτούς υπήρχε το θαυματουργό αγίασμα, στο οποίο η στάθμη του δεν ελαττώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ενώ πάμπολλα είναι τα θαύματα που έχουν επιτελεσθεί.
Ανακριβής και ελλιπής είναι η αναφορά του κ. Μανόλη Βαρβούνη και στα λείψανα των τριών αγίων, αφού στη μελέτη του υποστηρίζει ότι στη Βενετία υπάρχουν μόνο τα λείψανα των αγίων Γρηγορίου και Θεοδώρου, ενώ το λείψανο του αγίου Λέοντος παραμένει μέχρι σήμερα αφανές. Προφανώς αγνοεί τις γραπτές μαρτυρίες του επιφανούς ιστοριογράφου της Βενετίας Flaminio Corner κατά τα έτη 1749 και 1758, ο οποίος επιβεβαιώνει την ύπαρξη των λειψάνων και των τριών αγίων στη μαρμάρινη λειψανοθήκη στον Ναό του Προφήτη Ζαχαρία της Βενετίας. Αλλά η ύπαρξη των λειψάνων και των τριών αγίων πιστοποιείται και από το πόρισμα της επιστημονικής εξέτασης του περιεχομένου της μαρμάρινης λάρνακας, η οποία διεξήχθη το διήμερο 29-30 Ιανουαρίου 2009. Έτσι μετά την αποσφράγιση της μαρμάρινης λειψανοθήκης στον Ναό του Προφήτη Ζαχαρία της Βενετίας και την επιστημονική διερεύνηση από τον Καθηγητή Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου του Μπάρι κ.Francesco Introna τα εξετασθέντα λείψανα ταυτίστηκαν με τους τρεις ομολογητές αγίους και αναγνωρίσθηκαν σύμφωνα και με την ηλικιακή τους διαφορά.
Στη μελέτη του ο κ. Μανόλης Βαρβούνης αναφέρεται επίσης στην εικονική τιμή των αγίων στη Σάμο μετά την οσιακή τους κοίμηση τον 4ο μ.Χ. αιώνα, για την οποία αόριστα και με ασάφεια υποστηρίζει ότι λησμονήθηκε λόγω ιστορικών και πληθυσμιακών περιπετειών, ενώ υπογραμμίζει ότι οι άγιοι τα τελευταία χρόνια «απολαμβάνουν» στη Σάμο τη λαϊκή λατρευτική τιμή λόγω της ύπαρξης ναϋδρίου αφιερωμένου σ’ αυτούς, το οποίο κτίσθηκε σε στρατόπεδο του νησιού. Όμως στη συντριπτική πλειοψηφία των Σαμίων παραμένουν άγνωστοι οι τρεις άγιοι, οι οποίοι από την Τοπική Εκκλησία της Σάμου μνημονεύονται εσφαλμένα ως «μάρτυρες», ενώ στην ιστορηθείσα σύγχρονη εικόνα της Συνάξεως των Σαμίων αγίων απεικονίζονται και οι τρεις σε νεαρά ηλικία ως συνομήλικοι και όχι όπως λεπτομερώς σκιαγραφούνται στα συναξάριά τους και αποτυπώνονται εικονογραφικά με εμφανή την ηλικιακή τους διαφορά στη χρονολογούμενη το 1654 παλαιότερη σωζόμενη εφέστια εικόνα τους, η οποία φυλάσσεται στον Ιερό Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης.
Από τη συνολική κριτική ανάγνωση της μελέτης του Σαμίου Καθηγητού Λαογραφίας κ. Μανόλη Βαρβούνη για τους αγίους Γρηγόριο, Θεόδωρο και Λέοντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι τρεις στρατιωτικοί και ομολογητές άγιοι του 4ου μ.Χ. αιώνα σχετίζονται εικονικά και όχι πραγματικά με το αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου, επειδή το τοπωνύμιο «Σάμος» που υπάρχει στα δύο διασωθέντα συναξαριακά κείμενα παραπέμπει συνειρμικά τον αναγνώστη στο ομώνυμο νησί του Αιγαίου Πελάγους. Απεναντίας άρρηκτη και αναπόσπαστη είναι η σχέση των τριών αγίων με το μεγαλύτερο νησί του Ιονίου, αφού σύμφωνα με τα δύο συναξάριά τους επιβεβαιώνεται τόσο η τοπογραφία και η μακραίωνη προφορική παράδοση της περιοχής της Σάμης όσο και τα σωζόμενα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και η από αιώνων αδιάλειπτη λατρευτική τους τιμή στην ανεγερθείσα στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους σκηνωμάτων παλαίφατη Μονή των Αγίων Φανέντων. Πολύ ορθά ο συντάκτης της μελέτης κ. Μανόλης Βαρβούνης επισημαίνει ότι οι πληροφορίες των συναξαρίων των αγίων πρέπει να ελέγχονται και να απαιτούν διασταύρωση και επαλήθευση. Γι’ αυτό και η μελέτη, αλλά και η περαιτέρω έρευνά τους πρέπει να διεξάγεται πάντοτε με ιδιαίτερη προσοχή. Με την απαραίτητη όμως προϋπόθεση τα νέα στοιχεία που διατυπώνονται σε μία μελέτη να έχουν αποδεικτική ισχύ και ιστορική αξιοπιστία και όχι να παρακινούνται από συναισθηματικό παρορμητισμό και τοπικιστικό ενθουσιασμό που πηγάζει από την αγάπη για την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο κάθε μελετητής.
Γ.Θ.Λ.
Βιβλιογραφία
• Άγιοι Φανέντες, http:// www.kefalonitikanea.gr
• Άγιοι Φανέντες, http:// amalgama-paramythias.blogspot.com
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Οι Άγιοι Φανέντες – Οι ομολογητές άγιοι της Κεφαλονιάς Γρηγόριος – Θεόδωρος – Λέων, Εκδοτικός Οίκος Π. Κυριακίδη Α.Ε., Αθήναι 2005.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Δύο συναξάρια του 14ου αιώνα αναφέρονται στην Κεφαλονιά, Περιοδικό «Κυμοθόη», τεύχος 14-15, Αργοστόλι, Σεπτέμβριος 2005.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Άγιοι της Κεφαλονιάς στη Βενετία, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2005.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Οι προφορικές περί των Αγίων Φανέντων παραδόσεις και η τεκμηρίωσή τους, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2008.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ειδήσεις για τη Βιβλιοθήκη της Μονής των Αγίων Φανέντων, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2013.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Η επιστροφή των Αγίων Φανέντων στο νησί τους, Έκδοση Ένωσης Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Κηφισιάς και Βορείων Προαστίων, Κηφισιά 2014.
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Οι Άγιοι Φανέντες στο Διεθνή Τύπο, http:// www.imglyfadas.gr
• Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Επετειακές αναφορές στους στρατιωτικούς αγίους Γρηγόριο, Θεόδωρο και Λέοντα, http://anavaseis.blogspot.com
• Ασματική Ακολουθία των εν Κεφαλληνίᾳ Αγίων Φανέντων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, Αργοστόλι 2007.
• Βαρβούνη Μ.Γ., Αγιολογία, Ιστορία και Λαϊκή Παράδοση: Η περίπτωση των στρατιωτικών αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος στη Σάμο, Λαογραφικά Μελετήματα της Ρωμηοσύνης, Εκδόσεις Άθως, Αθήνα 2010.
• Βαρβούνη Μ. Γ., Αγιολογική και λαϊκή παράδοση των στρατιωτικών αγίων της Σάμου Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος (Δ΄ αι.), http://www.academia.edu
• Οι ομολογητές άγιοι της Κεφαλονιάς Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων και η ιστορική αλήθεια για την επίγεια διαδρομή τους, http://www.agioritikovima.gr
• Ταυτοποιήθηκαν στην Βενετία και επαναπατρίστηκαν οι Άγιοι Φανέντες της Κεφαλονιάς, http://www.iskiosiskiou.com
• Υμνολογήματα Αγίων Φανέντων, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Αθήναι 2010.