Η αποτύπωση του παρόντος και η διατύπωση κάποιας εκτίμησης για το μέλλον της Επτανησιακής Λογοτεχνίας είναι εγχείρημα που προϋποθέτει την αναλυτική βιβλιογραφική καταγραφή της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής στα νησιά, εργασία που ασφαλώς είναι σύνθετη και χρονοβόρα – ίσως είναι και μια δυνητική πρόκληση για ερευνητική δράση από το Τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων. Στην παρούσα τοποθέτηση θα περιοριστούμε σε γενικές παρατηρήσεις που προκύπτουν από μια δειγματοληπτική προσέγγιση της επτανησιακής λογοτεχνικής παραγωγής των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, μέσα από κάποια γενικά της χαρακτηριστικά, που αξίζει να τα συγκρίνουμε με αντίστοιχα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής λογοτεχνικής σχολής, που άνθισε τον 19ο αιώνα και σταδιακά ενσωματώθηκε, στις δεκαετίες μετά την Ένωση, στη λογοτεχνική πραγματικότητα του Ελληνικού Κράτους.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συμφωνήσουμε αναφορικά με το τί θεωρούμε Επτανησιακή Λογοτεχνία. Η πρώτη απάντηση είναι η λογοτεχνική παραγωγή που συντελείται στο γεωγραφικό χώρο των νησιών. Θα μπορούσαμε να διευρύνουμε τον όρο, εντάσσοντας και λογοτέχνες που έλκουν την καταγωγή τους από τα Επτάνησα αλλά ζουν σε άλλες περιοχές της χώρας ή και στο εξωτερικό. Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά πράγματα. Έχουμε ουσιαστικά δύο διαφορετικά «συστήματα» γύρω από τους συγγραφείς που ζουν και γράφουν μέσα ή έξω από τα νησιά. Υπάρχει ένας κοινός άξονας σ’ αυτά τα δυο συστήματα: Οι επτανησιακές πολιτισμικές καταβολές, η κοινή καταγωγή, η κληρονομιά του παρελθόντος που έχει αποθηκευμένη στην ψυχή του κάθε συγγραφέας. Υπάρχει όμως και η σύγχρονή τους πραγματικότητα, που είναι διαφορετική αν ζουν μακριά από τα νησιά. Ίσως όχι τόσο διαφορετική όσο θα ήταν κάποιες δεκαετίες πριν, ωστόσο έχει σημασία να δει κανείς πώς επιδρά η διαβίωση σε μια τοπική κοινωνία, ιδιαίτερα σήμερα που οι τοπικές κοινωνίες είναι ενσωματωμένες όσο ποτέ άλλοτε σε ένα πολιτισμικό «παγκόσμιο χωριό».
Αρχίζοντας από αυτό το χαρακτηριστικό, διαπιστώνουμε ότι ο αριθμός των εκτός Επτανήσων (είτε εντός είτε εκτός Ελλάδος) Επτανησίων που δημοσιεύουν λογοτεχνία εξακολουθεί να είναι σημαντικός. Η Αθηνά Κακούρη και η Μαρία Σκιαδαρέση από την Κεφαλονιά, η Ιουστίνη Φραγκούλη Αργύρη από τη Λευκάδα αλλά και η νεαρή Αλεξάνδρα Κ* από την Κέρκυρα και ο Νικίας Λούντζης και η Λενέτα Στράνη από τη Ζάκυνθο, είναι ενδεικτικά παραδείγματα, ενώ έχουμε και επτανήσιους δεύτερης γενιάς που δημοσιεύουν στην αγγλική γλώσσα, όπως ο Eric Metaxas στις ΗΠΑ. Αυτή η λογοτεχνική παρουσία Επτανησίων στα εκτός Επτανήσων κέντρα είναι ένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Λογοτεχνίας. Σε πολλές περιπτώσεις η επτανησιακή κοινωνία παλαιότερων εποχών απασχολεί τους συγγραφείς, που όπως συμβαίνει με πολλούς λογοτέχνες που μετοικούν σε άλλες περιοχές αντλούν από τις αναμνήσεις τους, ή από την ιστορία του τόπου καταγωγής τους τη θεματολογία τους. Μικροϊστορία και μακροϊστορία είναι γι’ αυτούς συνδετικοί κρίκοι με τον γενέθλιο τόπο.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Επτανησιακής Λογοτεχνίας που διαπιστώνουμε ότι είναι κοινό με το παρελθόν της Επτανησιακής Σχολής είναι ο πολυκεντρισμός της. Όπως και στο 19ο αιώνα, και σήμερα, δεν υπάρχει ένα μεγάλο κέντρο που λειτουργεί ως πόλος έλξης για τις λογοτεχνικές δυνάμεις των άλλων νησιών, αλλά, λόγω της νησιωτικότητας της περιοχής, κάθε νησί λειτουργεί ως ένας μικρός αυτόνομος γαλαξίας στο επτανησιακό λογοτεχνικό σύμπαν. Η Κέρκυρα, το νησί που ήταν το τελευταίο που διατήρησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής, όταν, στα τέλη του 19ου αιώνα τα υπόλοιπα νησιά προσανατολίζονταν και ενσωματώνονταν στο αθηναϊκό κέντρο, δεν λειτουργεί ούτε και σήμερα ως επίκεντρο της λογοτεχνικής παραγωγής. Κάθε νησί έχει τη δική του λογοτεχνική ζωή, ωστόσο διακρίνουμε, σε σχέση με το παρελθόν, μικρότερη επικοινωνία ανάμεσα στους λογοτέχνες των νησιών (και είναι ευκαιρία αυτές οι συναντήσεις για να γνωριστούν).
Στο παρελθόν, και παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχαν αναπτυχθεί σε κάθε νησί, η μορφή του Διονυσίου Σολωμού ήταν κεντρική και καθοριστική ως προς τις «στρατηγικές επιλογές» των Επτανησίων λογοτεχνών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας κύκλος λογίων και λογοτεχνών γύρω από τον Σολωμό. Αυτή η έννοια του κύκλου δεν υπάρχει σήμερα στα νησιά μας. Αν κάποτε «έγραφαν ιστορία οι παρέες», στα νησιά μας κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να λειτουργεί. Οι λογοτέχνες λειτουργούν περισσότερο μοναχικά κι όχι μέσα σε κάποιους ομίλους όπου θα μπορούσε να γίνεται δημιουργικός διάλογος μεταξύ τους. Η σημερινή κατάσταση, που ισχύει σε όλα τα νησιά, ίσως λίγο λιγότερο στη Ζάκυνθο, από το παρελθόν μας θυμίζει την περίπτωση της Κεφαλονιάς, όπου από τότε οι λογοτέχνες λειτουργούσαν μοναχικά. Οι δυο κορυφαίοι της εποχής άλλωστε, ο Λασκαράτος και ο Άβλιχος, ήταν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, δύσκολο να ενταχθούν σε κύκλους ή να προσελκύσουν κοντά τους άλλους λογοτέχνες. Αυτή η έλλειψη κύκλων σημαίνει ότι ο λογοτέχνης εξελίσσει τη δημιουργική του γραφή μέσα στο χώρο του, επηρεασμένος όχι από την εσωτερική ώσμωση μιας καλλιτεχνικής παρέας, όσο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.
Αυτές οι παρέες θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσα από εκδοτικούς οίκους, περιοδικά και άλλες συλλογικότητες. Στον τομέα αυτό μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει σχετική πρόοδος, μια και στα περισσότερα νησιά λειτουργούν εκδοτικοί οίκοι. Στην Κέρκυρα οι εκδόσεις Δεσύλλα και Λουράνδου, στη Ζάκυνθο το Τρίμορφο, στην Κεφαλονιά ο Αιγιαλός και άλλοι ακόμα δίνουν την ευκαιρία να δημοσιευθούν τα έργα των επτανήσιων λογοτεχνών. Περιοδικά αμιγώς λογοτεχνικά λείπουν από τα νησιά μας (ο Πόρφυρας, το λογοτεχνικό περιοδικό της Κέρκυρας είναι μια εξαίρεση). Δεν είναι λίγοι ωστόσο οι επτανήσιοι που δημοσιεύουν σε εκδοτικούς οίκους των Αθηνών, εξασφαλίζοντας ευρύτερο δίκτυο κυκλοφορίας των βιβλίων τους στην Ελλάδα, και ενδεχόμενη προβολή των εκδόσεων από αθηναϊκά ΜΜΕ. Δεν μπορούμε, πιστεύω, να δούμε τη λογοτεχνική παραγωγή ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία, ένα λογοτεχνικό έργο είναι και οικονομικό αγαθό, και συχνά η πρόσληψή του από τους αναγνώστες εξαρτάται όχι μόνο από αισθητικούς αλλά και από οικονομικούς παράγοντες. Πολλοί ντόπιοι συγγραφείς επιλέγουν το δρόμο της αυτοέκδοσης υποβαλλόμενοι σε επιπρόσθετα έξοδα και προβλήματα στη διανομή, ενώ πλέον δεν είναι δυνατή και η ενίσχυση από δημόσιους πόρους των εκδόσεων. Ίσως αυτό θα πρέπει να ωθήσει σε νέους δρόμους την επικοινωνία της λογοτεχνικής παραγωγής.
Υπό το πρίσμα αυτό, και παρά το γεγονός ότι τα παλαιότερα χρόνια τα τυπογραφεία στα νησιά ήταν αισθητά περισσότερα, παρατηρούμε να διατηρείται, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων των Επτανησίων λογοτεχνών, αυτό που και στον 19οαλλά και στον 20ο αιώνα ήταν χαρακτηριστικό στα Επτάνησα. Η μη επαγγελματική σχέση των συγγραφέων με το γράψιμο. Οι επτανήσιοι λογοτέχνες δεν βιοπορίζονται από τη γραφή, όπως συνέβη με πολλούς λογοτέχνες που μετοίκησαν στην Αθήνα και ασχολήθηκαν επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Αυτό σημαίνει ότι η ενασχόληση με τη λογοτεχνία είναι συνειδητή επιλογή αλλά και παρένθετος χρόνος στην καθημερινότητα των λογοτεχνών, και αυτό δικαιολογεί πολλές φορές ότι δεν έχουν συχνές εκδοτικές εμφανίσεις, αλλά ούτε συνεργάζονται επαγγελματικά με έντυπες ή ηλεκτρονικές εκδόσεις για να αρθρογραφούν. Αυτό ασφαλώς λειτουργεί απελευθερωτικά για το είδος της έκφρασής τους, περιοριστικά για το χρόνο που αφιερώνουν στη συγγραφή.
Κάτι που λείπει από τη σημερινή λογοτεχνική παραγωγή των Επτανήσων και ήταν πολύ χαρακτηριστικό για τους προγενέστερους είναι η απευθείας επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, και μάλιστα στη γλώσσα που γράφτηκε. Οι περισσότεροι συγγραφείς του 19ου αιώνα είχαν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και μπορούσαν να έρχονται απευθείας σε επαφή με τα κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (κυρίως γαλλικής και ιταλικής και λιγότερο της αγγλικής και γερμανικής). Σήμερα, παρότι είναι εξαιρετικά ευκολότερη η επικοινωνία με τα ξένα ρεύματα διαφαίνεται ότι, όπως συμβαίνει και με τους λογοτέχνες της Αθήνας, οι επιδράσεις τους είναι περισσότερο είτε «εσωτερικές» είτε προέρχονται από τις μεταφράσεις των έργων ξένης λογοτεχνίας. Όχι επειδή δεν κατέχουν τα γλωσσικά εργαλεία ή επειδή είναι δύσκολο να δουν τα έργα των άλλων. Ίσως επειδή πια τα νησιά μας έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον προς το αθηναϊκό κέντρο και δεν είναι πλέον δίαυλοι επικοινωνίας του με τη Δύση.
Σε ό,τι αφορά τα λογοτεχνικά είδη, η παράδοση της Επτανησιακής Σχολής που ήθελε την ποίηση να κυριαρχεί ποσοτικά αλλά και σε επίπεδο αναγνωστικής πρόσληψης και απήχησης δεν μπορούμε να πούμε ότι συνεχίζεται, τουλάχιστον στο δεύτερο επίπεδο. Ποσοτικά, οι εκδόσεις ποιητικών βιβλίων είναι πολλές, περισσότερες από τις πεζογραφικές εκδόσεις, ωστόσο αισθητά λιγότερες στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, και δύσκολο να χαρτογραφηθούν μια και στην ποίηση συχνότερα ακολουθείται απ’ ό,τι στην πεζογραφία ο δρόμος της αυτοέκδοσης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν συναντάμε στα νησιά ποιητές που και στον αιώνα που διανύουμε συνεχίζουν να εκδίδουν ποιητικές συλλογές: Η Κατίνα Βλάχου από την Κέρκυρα, ο Διονύσης Φλεμοτόμος και ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας από τη Ζάκυνθο, ο Τηλέμαχος Καραβίας από την Ιθάκη, ο Διονύσης Μαρκαντωνάτος και ο Κώστας Ευαγγελάτος από την Κεφαλονιά είναι κάποιοι ενδεικτικοί εκπρόσωποι.
Η μυθοπλαστική πεζογραφία, η οποία στο πλαίσιο της Επτανησιακής Σχολής έγινε δημοφιλέστερη κυρίως στην Κέρκυρα με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, και που κυριαρχεί και στη λογοτεχνική παραγωγή σε πανελλαδικό επίπεδο, έχει εκπροσώπους σε όλα τα νησιά. Η φόρμα του μυθιστορήματος και της νουβέλας, με έμφαση στο ιστορικό μυθιστόρημα είναι πιο συνηθισμένη. Ο Νάσος Μαρτίνος, ο Αριστείδης Κάντας, ο Αντώνης Δεσύλλας, ο νεότερος Νίκος Παργινός, είναι πεζογράφοι της Κέρκυρας, που συγκριτικά εμφανίζει μεγαλύτερη πεζογραφική παραγωγή από τα υπόλοιπα νησιά. Αλλά και στη Λευκάδα ο Σπύρος Βρεττός, στην Κεφαλονιά η Ανδρεάς Τραυλού –Μεσσάρη και η Ευρυδίκη Λειβαδά. Το ιστορικό μυθιστόρημα, και οι μυθοπλαστικά δοσμένες αναμνήσεις από παλαιότερες εποχές συναντώνται συχνότερα, ενώ σε μικρότερη κλίμακα γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης η σύγχρονη πραγματικότητα. Η υπεροχή των αναφορών στο παρελθόν, με διάθεση νοσταλγική για μια κληρονομιά που εξαιτίας των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτειακών μεταβολών δεν συνεχίστηκε είναι εμφανέστερη στο νότιο Ιόνιο, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο, χωρίς να λείπει από την Κέρκυρα. Η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος για πολλές δεκαετίες έχουν την αγωνία της αναπαράστασης του προσεισμικού δομημένου περιβάλλοντος, αλλά και των συνηθειών μιας άλλης εποχής. Αυτού του είδους η προσέγγιση αγγίζει τη νοσταλγία του αναγνωστικού κοινού που έζησε αυτή την εποχή, αλλά και αντίστοιχα, του κοινού που δεν πρόλαβε να ζήσει τα νησιά σε ένα ολότελα διαφορετικό αστικό και αγροτικό τοπίο. Σε μικρότερη κλίμακα συναντάμε συλλογές διηγημάτων, όπως γενικότερα συμβαίνει (π.χ. η Βίκυ Γεωργοπούλου από την Κεφαλονιά, ενώ σε μικρότερη κλίμακα έχουμε εκδόσεις παιδικών βιβλίων και θεατρικών έργων). Η απήχηση της πεζογραφίας είναι σαφώς μεγαλύτερη στο αναγνωστικό κοινό σε σχέση με την ποίηση, πράγμα που απηχεί τη γενικότερη επικρατούσα τάση. Το είδος της σάτιρας το συναντάμε σε εκδόσεις στην Κεφαλονιά το νησί που κατεξοχήν έδωσε τα σημαντικότερα δείγματα γραφής στη σάτιρα, και τη Ζάκυνθο (αναφέρουμε τον Βαγγέλη Φλωράτο και τον Γεράσιμο Αυγουστάτο ενδεικτικά). Η σάτιρα, το είδος που κυριάρχησε στην Κεφαλονιά τον 19ο αιώνα θα μπορούσε κανείς να πει ότι βρίσκεται σε εκδοτική ύφεση.
Παρά τη σχετική εσωστρέφειά της και την «περιφερειακή» της πλέον σχέση με την σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή η Επτανησιακή Λογοτεχνία έχει παρόν. Μπορεί το παρόν της να είναι αρκετά δεμένο με το παρελθόν, μπορεί να χρειάζεται να δει πιο καθαρά τη σύγχρονή της εποχή και τα υπαρκτά της προβλήματα, ωστόσο «είναι εδώ». Ακολουθεί την εποχή της και το ρόλο που έχουν τα νησιά στην ελληνική κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, με τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Και τα κοινά τους χαρακτηριστικά: Τον μεγάλο αριθμό επτανησίων που ζουν έξω από τα νησιά, αλλά και τη «διπλή ζωή» των νησιών μας. Το γεμάτο κόσμο ζωή και εκδηλώσεις καλοκαίρι και τον ήσυχο μέχρι ανησυχίας και μοναχικό χειμώνα.
Το ζητούμενο είναι ασφαλώς το μέλλον. Και το μέλλον πρέπει να το δούμε από ευρύτερη σκοπιά. Οι νέοι των νησιών μας γράφουν λογοτεχνία. Κι είναι μεγάλη χαρά να βλέπεις μαθητές σου, που μπορεί και να μην είναι οι καλύτεροι στα μαθήματα, να σου φέρνουν το τετράδιο με τα ποιήματά τους για να τα διαβάσεις (κι ας τους διδάσκεις οικονομικά). Δεν είναι σίγουρο ότι οι νέοι θα επιλέξουν να εκφραστούν μέσω του βιβλίου, τη στιγμή που έχουν στη διάθεσή τους όλα τα νέα ψηφιακά μέσα. Αλλά το μέσο δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι το έργο. Αν θα το διαβάζουμε σε φύλλα χαρτιού ή σε μια εφαρμογή του κινητού μας, αν θα είναι μόνο λέξεις ή θα είναι και βίντεο με απαγγελία και γραφικά, ή αν θα το ακούσουμε ζωντανά σε μια παράσταση με πολυμέσα και εγκαταστάσεις, δεν έχει σημασία. Και πρέπει να ενθαρρύνουμε τη λογοτεχνική έκφραση με καινούριους τρόπους. Ας μην είναι βιβλίο.
Οι νέοι έχουν αγωνίες και επιθυμούν να εκφραστούν, αλλά πολλές φορές το μεγάλο έγκλημα στις μικρές κοινωνίες είναι να είσαι νέος και να θες να μιλήσεις. Αν δεν θέλουμε να σιωπήσουν, πρέπει να βρούμε τρόπους να τους ακούσουμε, και πρέπει να μάθουμε να ακούμε το δικό τους τρόπο έκφρασης. Πρέπει να δώσουμε ευκαιρίες να ανακαλύψουν το ταλέντο τους, να διαβάσουν, να μελετήσουν κείμενα, να έρθουν σε επικοινωνία μεταξύ τους, να δημιουργήσουν τις παρέες που και κάποτε έφτιαχναν ολόκληρες «λογοτεχνικές σχολές». Ασφαλώς το διαδίκτυο έχει το πλεονέκτημα να μπορείς να δημοσιεύσεις το κείμενό σου χωρίς διαμεσολάβηση, κι αυτό προσδίδει απίστευτη ελευθερία στον δημιουργό. Ωστόσο δεν είναι αρκετό. Το λογοτεχνικό κείμενο δεν χρειάζεται μόνο το συγγραφέα, αλλά χρειάζεται και τον αναγνώστη. Αν θέλουμε λοιπόν στα νησιά μας να έχουμε λογοτέχνες, πρέπει να μεριμνούμε ώστε να υπάρχουν αναγνώστες. Εκείνοι που αγαπούν τη λογοτεχνία, τη διαβάζουν και, μέσα από τις τάξεις των οποίων θα αποκτήσουμε τους καινούριους συγγραφείς και ποιητές.
Το μέλλον της Επτανησιακής Λογοτεχνίας είναι μπροστά μας. Είναι οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες που έχουν και αισθήματα και ευαισθησίες και περίσσευμα ονείρων. Έχουν μέσα τους πράγματα που πολλές φορές δεν βρίσκουν τις λέξεις να τα εκφράσουν. Γιατί κανείς δεν τους έμαθε ότι η ανάγνωση, εκτός από βάσανο και υποχρέωση, μπορεί να γίνει και απόλαυση. Πρέπει να ακούσουμε τη φωνή τους. Και για να την ακούσουμε πρέπει να τους πλησιάσουμε. Όχι με το δικό μας τρόπο. Με το δικό τους τρόπο. Γιατί η λογοτεχνία είναι χαρά, είναι δημιουργία, είναι φρέσκια ματιά. Άρα, είναι πρωταρχικά υπόθεση των νέων…