Η συμφωνία της Παρασκευής στο Eurogroup παρά το γεγονός ότι από άποψη λεκτικών διατυπώσεων ήταν ξεκάθαρη, ερμηνεύτηκε με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις δύο πλευρές, την Ελληνική κυβέρνηση από την μία και τους εταίρους της Ευρωζώνης από την άλλη. Ας δούμε όμως επιγραμματικά τι περιλαμβάνει:
- Παράταση του υφιστάμενου προγράμματος (μνημονίου) με ταυτόχρονη δυνατότητα από την πλευρά της Ελληνικής κυβέρνησης να προτείνει τις δικές της μεταρρυθμίσεις και μέτρα αντί αυτών που είχε προτείνει η προηγούμενη κυβέρνηση .
- Η παράταση θα συνοδεύεται από αξιολόγηση από την τρόικα η οποία επισήμως πλέον και για επικοινωνιακούς λόγους ονομάζεται «οι θεσμοί».
- Η κυβέρνηση πρέπει να απέχει από μονομερείς ενέργειες που επιφέρουν απώλεια εσόδων (π.χ. κατάργηση ιδιωτικοποιήσεων σύμφωνα με τη λογική των εταίρων).
- Το μνημόνιο θα ολοκληρωθεί τέλη Ιουνίου και η Ελλάδα θα εισπράξει τις εναπομείνασες δόσεις εφόσον η αξιολόγηση είναι επιτυχής.
- Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα καθοριστεί αφού ληφθούν υπόψη τα οικονομικά δεδομένα του τρέχοντος έτους.
Άρα συνοψίζοντας το μνημόνιο συνεχίζεται ως έχει αλλά με την δυνατότητα κάποια από τα μέτρα που είχαν προταθεί από τη ΝΔ να αντικατασταθούν από άλλα, πάντα σε συνεννόηση με τους εταίρους, δυνατότητα που έτσι κι αλλιώς είχε και η προηγούμενη κυβέρνηση αρκεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα να ήταν το ίδιο. Το μόνο νέο στοιχείο που προστέθηκε είναι η δέσμευση των εταίρων για επανεξέταση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο σίγουρα είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που θα επηρεάσει την καθημερινότητα των πολιτών.
Δεν πρόκειται όμως να δώσω συγχαρητήρια στον ΣΥΡΙΖΑ γι αυτό και θα εξηγήσω γιατί. Η συζήτηση για το γεγονός ότι πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3-4,5% είναι εξωπραγματικά για μια οικονομία που έχει ξεπεράσει τα όρια της φοροδοτικής της ικανότητας, είχε ήδη τεθεί ανεπίσημα από διάφορους κύκλους εκτός Ελλάδος συμπεριλαμβανομένου στελεχών του ΔΝΤ, μήνες πριν. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες για μη αποδοχή του μέτρου αυτού είχαν αρχίσει να ωριμάζουν και δεν δικαιολογείται το ρίσκο της εξόδου από την Ευρωζώνη και των κλειστών ΑΤΜ που ανέλαβε η κυβέρνηση τις προηγούμενες μέρες προκειμένου να πετύχει τη συμφωνία. Θα μπορούσε να διεκδικηθεί με πολύ πιο ήπιο τρόπο, σε μεγαλύτερο χρονικό πλαίσιο και χωρίς σύγκρουση με τους εταίρους ή ακόμα και να αφεθεί να γίνει άτυπα κατανοητό από τους δανειστές όταν θα αποδεικνύεται καθημερινά ότι η φοροδοτική ικανότητα των περισσότερων Ελλήνων έχει εξαντληθεί και ότι ακόμα και αυτό το 1,5% επιτυγχάνεται εξαιρετικά δύσκολα. Δεν θεωρώ ότι οι εταίροι είναι παράλογοι ούτε θα επέμεναν σε κάτι που τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Επιπλέον λαμβάνοντας υπόψη την είσπραξη εσόδων το πρώτο δίμηνο και την ανασφάλεια που θα διοχετευθεί στην Ελληνική οικονομία το τετράμηνο της παράτασης, εκτιμώ ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί έτσι κι αλλιώς ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος αν όχι να υπάρξει έλλειμμα.
Πληροφορίες από το πρακτορείο Reuters ανέφεραν την Παρασκευή ότι ο Σόιμπλε φέρεται να είπε πως «Οι Έλληνες σίγουρα θα δυσκολευτούν να εξηγήσουν την συμφωνία στους ψηφοφόρους τους» ενώ ο Βαρουφάκης στην συνέντευξη τύπου που έδωσε μετά το τέλος της συνάντησης μίλαγε για κατάργηση του μνημονίου. Πως είναι δυνατόν το ίδιο κείμενο οι δύο πλευρές να το ερμηνεύουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο; Η απάντηση είναι ότι αφενός μιλάνε άλλη γλώσσα (και αυτό είναι επικίνδυνο) και αφετέρου η κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί πολιτικά κι επικοινωνιακά τον συμβιβασμό της παράτασης του υφιστάμενου μνημονίου. Γι αυτό και για τον περισσότερο κόσμο το τι πραγματικά υπογράφηκε την Παρασκευή στο Eurogroup είναι εξαιρετικά θολό.
Κάτι το οποίο δεν έχει γίνει κατανοητό ειδικά από τους εταίρους μας είναι ότι για την κυβέρνηση η λέξη μνημόνιο έχει ταυτιστεί με το κομμάτι εκείνο που αφορά τα μέτρα λιτότητας (30% σύμφωνα με τον Βαρουφάκη) άρα αντικαθιστώντας αυτό το 30% με κάτι άλλο εξαφανίζεται το μνημόνιο. Αυτό υπονοεί ότι από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ νομίζουν πως μπορούν με έναν μαγικό τρόπο να εξαφανίσουν όλα τα μέτρα λιτότητας και να τα αντικαταστήσουν με διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιφέρουν σύμφωνα με τη γνώμη τους το ίδιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχει κανένας στην Ελλάδα που να μην θέλει την κατάργηση της λιτότητας, όμως το να υποκαταστήσεις έσοδα που προέρχονται από φόρους με έσοδα που προέρχονται από διαρθρωτικές αλλαγές έχοντας υποσχεθεί προεκλογικά τα πάντα στους πάντες και χωρίς να έχεις την επιθυμία να σπάσεις αυγά, είναι στην καλύτερη περίπτωση ανέφικτο και ειδικά όταν σαν κυβέρνηση νομίζεις ότι αυτό θα το καταφέρεις από την πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, δηλαδή χρησιμοποιώντας το ίδιο παραμύθι που έχουν χρησιμοποιήσει πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις προκειμένου να υφαρπάξουν ψήφους από το εκλογικό σώμα. Για να το πούμε αλλιώς, οι πετυχημένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θέλουν γερά κότσια και ισχυρή δόση αδιαφορίας απέναντι στο πολιτικό κόστος που θα έχει η σύγκρουση με διάφορα μικροσυμφέροντα επαγγελματικών τάξεων, συντεχνιών, συνδικαλιστών και λοιπών. Κόμματα που χαϊδεύουν αυτιά δεν είναι ικανά για τέτοιου είδους επιτεύγματα.
Την Δευτέρα κατά τη γνώμη μου ξεκινάει μια νέα ψυχοφθόρα διαπραγμάτευση. Πιστεύω ότι τα μέτρα και η ποσοτικοποίηση τους που έχουν ζητήσει οι εταίροι προκειμένου να κλείσει το πακέτο των τριών εγγράφων που χρειάζονται για να εγκριθεί η παράταση από τα επιμέρους κοινοβούλια (αίτημα παράτασης, ανακοινωθέν Eurogroup, πίνακας ποσοτικοποιημένων μέτρων), δεν θα μοιάζει με τίποτα άλλο πέρα από μια έκθεση ιδεών με αυθαίρετους αριθμούς δίπλα στις προτάσεις. Δεν νομίζω ότι θα γίνει αποδεκτή ως έχει και θα ξεκινήσει νέος γύρος διαπραγματεύσεων. Αλλά ακόμα κι αν γίνει αποδεκτή λόγω της σχετικά χαλαρής μορφής που επιβάλει ο περιορισμένος χρόνος επεξεργασίας που έχει στη διάθεση της η Ελληνική κυβέρνηση, το πρόβλημα θα μετατεθεί στο επόμενο δίμηνο όπως έχω ξαναγράψει (βλέπε εδώ) που ο πίνακας μέτρων θα εξειδικευθεί αναλυτικότερα και θα πρέπει πάλι να γίνει αποδεκτός από τους «θεσμούς».