Της Αναστασίας Μήλιου*
Τα ελληνικά Δικαστήρια έκριναν ότι είναι άκυροι οι όροι των γενικων συναλλαγών όταν δεν ειναι σαφείς και κατανοητοί για τον μέσο πολίτη όταν αυτός δεν έχει πλήρως ενηρωθεί για τους κινδύνους και τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που μπορεί να ενέχουν. Ειδικότερα για κάποιον ο οποίος σύναψε με τράπεζα, σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, ποσού 166.680,60 ελβετικών φράγκων έκρινε άκυρο και καταχρηστικό τον όρο, σύμφωνα με τον οποίο «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής».
Και τούτο διότι ενώ η ισοτιμία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του ανωτέρω δανείου, την 8η Ιουνίου 2007, ήταν 1,658300, στη συνέχεια, διαφοροποιήθηκε, με αποτέλεσμα, την 1η Οκτωβρίου 2012, να ανέλθει στο 1,1833000, αφού το ελβετικό νόμισμα ισχυροποιήθηκε έναντι του ευρώ. Η μεταβολή αυτή στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστουν όλες οι καταβολές, που ο ίδιος πραγματοποίησε (σε ευρώ) έναντι του παραπάνω δανείου, με συνέπεια το αρχικό του κεφάλαιο, υπολογιζόμενο σε ελβετικά φράγκα, να έχει μεν ελαττωθεί κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση, υπολογιζόμενο, όμως, σε ευρώ, να παραμένει υψηλό, έχοντας μειωθεί από το ποσό των 105.319,58 ευρώ (την 8η Ιουνίου 2007) μόλις σ`αυτό των 89.004,96 ευρώ (την 1η Οκτωβρίου 2012).
Το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του δανειολήπτη ότι κατά την σύναψη του άνω δανείου σε ελβετικα φράγκα δεν ενημερώθηκε από τους υπαλλήλους της τράπεζας για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, που αναλάμβανε κατά τη λήψη του επίμαχου δανείου, αλλά ούτε και για τις επιπτώσεις, που θα μπορούσε να έχει μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος στο ύψος τόσο των εξοφλητικών δόσεων, όσο και του κεφαλαίου του ανωτέρω δανείου, και έκρινε άκυρο τον προαναφερόμενο όρο, δεχόμενο αφ’ενός ότι ο δανειολήπτης τον αγνοούσε ανυπαιτίως, αφετέρου διότι ο όρος αυτός τυγχάνει, ως αόριστος και ακατάληπτος, καταχρηστικός, επιφέρει δε σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των δύο συμβαλλομένων στην παραπάνω σύμβαση μερών σε βάρος του δανειολήπτη.
Η ακύρωση του καταχρηστικού αυτού όρου της δανειακής σύμβασης είχε ως συνέπεια την ευνοϊκη για τον οφειλέτη τροποποιηση της δανειακής του σύμβασης ούτως ώστε οι καταβολές, που πραγματοποιεί σε ευρώ προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τη
σύμβαση υποχρεώσεών του, να πρέπει να υπολογίζονται από την τραπεζα σε ελβετικά φράγκα, με βάση την μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου και όχι την συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε δόσης.
Σημειωτέον ότι υπάρχουν 31 περιπτωσεις όρων των γενικων συναλλαγών (ΓΟΣ) που θεωρούνται καταχρηστικοί και αυτομάτως άκυροι χωρίς περαιτέρω διερεύνησή τους από τα Δικαστήρια. Αυτές ειναι οι εξής περιπτώσεις που
α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης,
β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών,
γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή,
δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο,
“ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση”.
στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστηςδιάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία,
ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν ηπαροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση,
η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζειμονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του,
θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στιςουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκεςτης ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της,
ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο,
ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουντον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή,
ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος,
ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή,
ιδ) προβλέπουν τη μετακύληση της ευθύνης του πωλητή, ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον,
ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας.
ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά τηνκρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος,
ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα,
ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύμβαση), όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική για αυτόν,
ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση,
κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τιςυποχρεώσεις του,
κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή,
κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή,
κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή,
κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί,
κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση,
κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις,
κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα,
κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή,
κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών,
λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχήςτου, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση ή
λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας.
“λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.”
Η Αναστασία Χρ. Μήλιου είναι Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών
e-mail: natmil@otenet.gr
fb: Αναστασία Μήλιου