Επτανήσιος μουσουργός, από τους ιδρυτές της Εθνικής Μουσικής Σχολής και από τους πρωτεργάτες της όπερας στην Ελλάδα. Τέκνο του Σπύρου Λαυράγκα από το Ληξούρι και της Κασάνδρας Ραζή από τα Ραζάτα, γεννήθηκε στο αγγλοκρατούμενο Αργοστόλι στις 17 Οκτωβρίου 1860.
Σπούδασε μουσική στη γενέτειρά του και αργότερα στην Ιταλία και τη Γαλλία, με καθηγητές τους συνθέτες Ντελίμπ και Μασνέ. Παρέμεινε στο εξωτερικό για πολλά χρόνια, διευθύνοντας παραστάσεις όπερας στη Γαλλία και την Ιταλία. Το 1894 επέστρεψε στην Ελλάδα, κατόπιν προσκλήσεως της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών, προκειμένου να αναλάβει τη διεύθυνση της χορωδίας της.
Μαζί με τον φίλο και συντοπίτη του Λουδοβίκο Σπινέλλη μάζεψε κανταδόρους από τις ταβέρνες των Εξαρχείων και τους οργάνωσε σε χορωδία. Το συγκρότημα συμπληρώθηκε με τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο, το βαρύτονο Αλέκο Κυπαρίση και τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη και δύο ιταλίδες σοπράνο, τη Μαρία Μαντολίνι και την Άννα Μόντι, καθότι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ελληνίδες λυρικές καλλιτέχνιδες. Έτσι, προέκυψε ο θίασος «Ελληνικό Μελόδραμα», που έδωσε την πρώτη του παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (14 Απριλίου 1900) με την όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι «Μποέμ». Ήταν η πρώτη παράσταση όπερας, που παρουσιάστηκε εξολοκλήρου στα ελληνικά και μάλιστα στη δημοτική γλώσσα.
Με το λυρικό αυτό θίασο περιόδευσε και εκτός Ελλάδας στις ελληνικές παροικίες της Κωνσταντινουπόλεως, της Οδησσού, της Σμύρνης, της Αιγύπτου και της Ρουμανίας. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα πλούτισε τον θίασό του με δύο ομογενείς σοπράνο από τη Ρωσία, τις αδελφές Θεοδωρίδου. Στις 10 Απριλίου 1909 με καθαρά ελληνικό θίασο το «Ελληνικό Μελόδραμα» ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών την όπερα του Λαυράγκα Δαυίδ σε λιμπρέτο Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Ήταν ένας θρίαμβος για τον συνθέτη κι ένας σημαντικός σταθμός για το λυρικό θέατρο στη χώρα μας.
Ο Διονύσιος Λαυράγκας είχε σημαντική παρουσία και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (1896). Προετοίμασε και συντόνισε τις φιλαρμονικές ορχήστρες, που πήραν μέρος στις τελετές έναρξης και λήξης, ενώ παρουσίασε κι ένα δικό του έργο, το Πένταθλον, σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη. Το 1932 έγραψε τη μουσική για την πρώτη ομιλούσα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου κωμειδυλλίου του Δημητρίου Κορομηλά, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τσακίρη.
Ο Λαυράγκας ήταν ένας από τους πρώτους συνθέτες που ενσωμάτωσαν στοιχεία της δημοτική μουσικής στο έργο του και δικαίως θεωρείται από τους πρωτεργάτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος του στην καθιέρωση της όπερας στην Ελλάδα, με την ίδρυση του λυρικού θιάσου Ελληνικό Μελόδραμα. Αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στο δημιούργημά του, με αξιοθαύμαστη αντοχή και πίστη, με το χιούμορ και τη θυμοσοφία του ανέπαφα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και τις ζημίες που συχνά υφίστατο.
Γι’ αυτό ήταν υπέρμαχος του κρατικού λυρικού θεάτρου. Έγραφε σ’ ένα άρθρο του στο Έθνος το 1930: «…Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δυο τρόποι συγκροτήσεως του μελοδράματός μας. Ή να γίνει επίσημον κρατικόν ίδρυμα ή να επιχορηγηθεί νομίμως και σοβαρώς το σημερινό Σωματείον του Ελληνικού Μελοδράματος. Το καλύτερο βέβαια θα ήταν να γίνει, όπως και φαίνεται ότι θα γίνει, κρατικόν. Εγώ, όμως, το θέλω το ίδρυμα, όχι μόνον κρατικόν τέκνο, που να εξελιχθεί εις αυτόνομον οργανισμό, σαν το Εθνικό Θέατρο, αλλά παντοτινόν, σε δημόσια υπηρεσία, ως ίδρυμα δηλαδή εξαρτώμενο διαρκώς από το Κράτος…». Οι αγώνες του δικαιώθηκαν δύο χρόνια πριν από το θάνατο του, με την ίδρυση της Λυρικής Σκηνής το 1939.
Ο Λαυράγκας υπήρξε πολυγραφότατος, αν και μεγάλο μέρος του έργο του χάθηκε κατά τους σεισμούς της Κεφαλλονιάς, όταν κάηκε το σπίτι του. Το συνθετικό του έργο περιλαμβάνει όπερες (Διδώ), συμφωνικά (1η Ελληνική Σουίτα, Συμφωνικό Πρελούδιο, Σουίτα από κυπρέικους χορούς), τραγούδια (Ο τραγουδιστής, Της πίκρας το νερό, Ο ναύτης του Ιουνίου, Καράβι ανοίγει τα φτερά κ.ά.), χορωδιακά, εκκλησιαστική μουσική. Δίδαξε αρμονία στο Ωδείο Αθηνών κι έγραψε βιβλία θεωρητικού περιεχομένου για τη μουσική. Πυκνή ήταν η αρθρογραφία του για μουσικά θέματα στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Έθνος.
Πέθανε στα Ραζάτα της Κεφαλονιάς κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 18 Ιουλίου 1941. Λίγο πριν από το θάνατό του λέγεται ότι είπε: «Γεννήθηκα Άγγλος» (επί Αγγλικής προστασίας), «Έζησα Έλλην» (μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα), «Πεθαίνω Ιταλός» (επί Ιταλικής κατοχής).
Πηγή: sansimera.gr