Της Ανδρονίκη Κολοβού
Είναι ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο ναυάγιο της Μεσογείου. Κοσμεί κάρτες και ταξιδιωτικά φυλλάδια, ενώ έχει γίνει φόντο για χιλιάδες φωτογραφίες, ανάμνηση κάποιων μακρινών ή πρόσφατων διακοπών. Όποιος επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, δεν παρέλειψε να περάσει από την παραλία, που από το 1982 ονομάστηκε ναυάγιο, είτε για να θαυμάσει τη φυσική ομορφιά της περιοχής, είτε για να κολυμπήσει στα καταγάλανα νερα, είτε πάλι απλά για να δει το περίεργο αυτό ναυάγιο, στον τόπο που αξιολογήθηκε ως τέταρτο στον κόσμο τοπίο ιδιαιτέρου κάλλους.
Το πλοίο”Παναγιώτης” ανήκε σε έναν Κεφαλλονίτη, ονόματι Χαράλαμπο Κομποθέκρα και μετέφερε λαθραία τσιγάρα που παραλάμβανε από λιμάνια της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας και τα οποία μεταφόρτωνε σε μικρά ταχύπλοα πλοιάρια με προορισμό τη γειτονική μας Ιταλία. Καπετάνιος και πλήρωμα ήταν επίσης από την Κεφαλλονιά, ενώ το παράνομο φορτίο συνόδευαν κάθε φορά και δύο Ιταλοί λαθρέμποροι, οι οποίοι και επέβλεπαν την παράδοση. Το “ναυάγιο” ξεκίνησε από πειρατεία.
Καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν τους Ιταλούς συνοδούς του φορτίου, τους έκλεισαν σε μια καμπίνα και αφού συνεννοήθηκαν με διαφορετικούς μεσολαβητές, αποφάσισαν να πουλήσουν για λογαριασμό τους το παράνομο εμπόρευμα. Οδήγησαν το πλοίο στο σημείο που γνωρίζουμε, τον όρμο του “Σπυριλή”, και περίμεναν. Λόγω όμως των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, προσάραξαν στα αβαθή του όρμου. Άρχισαν τότε να ξεφορτώνουν στη μικρή αμμουδιά τις κούτες με τα τσιγάρα, μήπως και κατορθώσουν και αποκολλήσουν το σκάφος. Όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν, ενώ παράλληλα αρκετές κούτες με τσιγάρα παρασύρθηκαν από τα κύματα, με αποτέλεσμα να εκβραστούν στη γύρω περιοχή. Στη συνέχεια, οι ναυτικοί του πλοίου, αφού ελευθέρωσαν τους δύο Ιταλούς, το εγκατέλειψαν και σκαρφαλώνοντας την απόκρημνη πλαγιά βρήκαν τρόπο να φθάσουν στην πόλη της Ζακύνθου. Στο μεταξύ και αφού είχε πλέον ξημερώσει, οι κάτοικοι των Βολιμών είδαν τα επιπλεόντα τσιγάρα στη θάλασσα και άρχισαν να τα μαζεύουν και να τα μεταφέρουν στα χωριά τους. Πρέπει να αναφερθεί ότι τα πακέτα ήταν με τέτοιο τρόπο συσκευασμένα, ώστε να μη καταστρέφεται το περιεχόμενό τους από το θαλασσινό νερό, αν για κάποιο λόγο κατέληγαν στη θάλασσα. Αποθήκευσαν τα τσιγάρα λοιπόν όπου μπορούσαν, σε αποθήκες, κατοικίες, φούρνους, στάβλους, λινούς.
Σαν μαθεύτηκε το γεγονός από τις Αρχές, οι ναυτικοί συνελήφθησαν και ύστερα από έρευνες εντοπίστηκαν και τα τσιγάρα στα σπίτια των χωρικών και από εκεί μεταφέρθηκαν στο τελωνείο του νησιού. Αργότερα ακολούθησε δίκη, κατά την οποία καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι πειρατές – λαθρέμποροι, τα δε τσιγάρα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και οι Ιταλοί απελάθηκαν στην πατρίδα τους. Ακολούθησε στη συνέχεια η λεηλασία του πλοίου. Όποιος ήθελε, πήγαινε στο προσαραγμένο πλοίο και αποσπούσε ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από αυτό. Τα πάντα έγιναν φύλλο και φτερό. Έμεινε σκέτο κουφάρι, να χτυπιέται από τον αγέρα, να σκουριάζει και να κατατρώγεται από την αλμύρα του θαλασσόνερου. Παράλληλα, τα κύματα συσσώρευαν σιγά σιγά όλο καιπερισσότερα βότσαλα μεγαλώνοντας την σπιάντσα και αποκόβοντας την επαφή του πλοίου με τη θάλασσα.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Libro”, τεύχος 12 του 2008 (Γιάννης Δεμέτης)