Του Ηλία Τουμασάτου*
Στη μακριά και αργόσυρτη πορεία του χρόνου, χρειάζονται μερικές στιγμές μονάχα, στιγμές κυριολεκτικά, για να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι δεν είναι ο παντοδύναμος αφέντης αυτού του κόσμου. Ότι η δύναμη της φύσης, μια δύναμη έξω από την ανθρώπινη λογική, είναι τέτοια που μπορεί να εξαφανίσει σε μερικές μόνο στιγμές, όλα όσα εκείνος χρειάστηκε εκατοντάδες χρόνια να δημιουργήσει. Τέτοιες είναι οι στιγμές που έζησαν, εξήντα χρόνια πριν, οι κάτοικοι της Κεφαλονιάς, της Ιθάκης και της Ζακύνθου. 1953, ελάχιστα μετά τις σκληρές δοκιμασίες της ιταλικής και γερμανικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου πολέμου, ο εγκέλαδος, ένα φυσικό φαινόμενο, θα φέρει στα νησιά πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από εκείνες που είχαν επιφέρει οι ίδιοι οι άνθρωποι με τα όπλα.
Σαν σήμερα, 60 χρόνια πίσω, βράδυ 11 Αυγούστου του 1953, ημέρα Τρίτη, οι Κεφαλονίτες, οι Θιακοί και οι Ζακυνθινοί απόψε δεν θα κοιμηθούν στα σπίτια τους. Έχουν συγκεντρωθεί σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και χωράφια, κανείς δεν τολμά να μπει μέσα. Δυο μέρες πριν, την Κυριακή 9 Αυγούστου έχει γίνει ο πρώτος μεγάλος σεισμός, μεγέθους 6,4 της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο τον Σταυρό της Ιθάκης. Ο σεισμός είχε προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην Ιθάκη και τη Βόρεια Κεφαλονιά, και είχε ανησυχήσει τους κατοίκους… Μα και το χάραμα εκείνης της Κυριακής, σαν σήμερα, ένας ακόμη σεισμός, μεγέθους 6,8, με διαφορετικό επίκεντρο αυτή τη φορά, κοντά στη νοτιοανατολική Κεφαλονιά, θα προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές, αλλά και νεκρούς και τραυματίες, κυρίως στην περιοχή του Ελειού και των Πρόννων. Η γη δεν σταματούσε να τρέμει, δέκα τουλάχιστον ισχυροί μετασεισμοί έχουν καταγραφεί στη διάρκεια της ημέρας.
Σαν σήμερα λοιπόν, οι άνθρωποι περνούν μια αγωνιώδη νύχτα. Όλοι κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, πλούσιοι και φτωχοί, υγιείς και τραυματίες, ακόμη και οι κρατούμενοι των φυλακών βρίσκονται έξω και περιμένουν… Όλοι ξέρουν καλά ότι ο τόπος αυτός στο πέρασμα των αιώνων είχε γνωρίσει δεκάδες σεισμικές καταστροφές – δεν είχαν περάσει ούτε σαράντα χρόνια από τον καταστροφικό σεισμό του Ασπρογέρακα (1912, μέγεθος 6,8) και λιγότερο από αιώνας από εκείνον του 1867 (μέγεθος 7,4) στην περιοχή της Παλικής, ενώ μόλις το 1949 η γειτονική Λευκάδα είχε δεχθεί και αυτή την επίσκεψη του Εγκέλαδου (μέγεθος 6,5, με επίκεντρο την περιοχή της Βασιλικής). Και τώρα οι ειδήσεις, συγκεχυμένες και ανακατεμένες με ποικίλου περιεχομένου φήμες, που φτάνουν από τα άλλα σημεία του νησιού επιτείνουν ακόμη περισσότερο την αγωνία για ένα άγνωστο κακό που κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προσδιορίσει το μέγεθός του.
Το τέλος της αγωνίας θα είναι και το τέλος ενός ολόκληρου κόσμου. Τετάρτη, 12 Αυγούστου 1953, ώρα 11.24 το πρωί, θα συμβεί η μεγαλύτερη σεισμική καταστροφή στην ιστορία της Κεφαλονιάς. Το μέγεθος του σεισμού, 7.2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ είναι απλά ένας αριθμός που δεν μπορεί να περιγράψει ούτε τον τρόμο εκείνων των στιγμών, ούτε το μέγεθος της καταστροφής, που θα είναι σχεδόν ολοκληρωτική για τα νησιά Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο. Το επίκεντρο του σεισμού, διαφορετικό από εκείνα των δύο προηγούμενων, ήταν νότια της Κεφαλονιάς. Οι Κεφαλονίτες που έζησαν εκείνες τις τρομακτικές στιγμές τις περιγράφουν ως βίωμα πραγματικά ασύλληπτο, ως απόλυτη καταστροφή. Πολλές από τις μαρτυρίες αυτές έχουν καταγραφεί, και έτσι διασωθεί στην ιστορική μνήμη, μαζί με φωτογραφικό υλικό εκείνων των ημερών, στα βιβλία του Αγγελο-Διονύση Δεμπόνου («Το Χρονικό των Σεισμών του 1953»), της Μπέτας Γαλιατσάτου («Στις ώρες των σεισμών της Κεφαλονιάς»), στο μυθιστόρημα της Καίης Τσιτσέλη «Ο θάνατος μιας πόλης», σε ξένα βιβλία, αλλά και σε πολλά ντοκιμαντέρ, άρθρα και αφιερώματα σε ξένα και ελληνικά περιοδικά.
Όταν το σφυροκόπημα από τα έγκατα της γης σταματάει, και τα τεράστια σύννεφα σκόνης που είχαν σηκωθεί κατακαθίζουν, αποκαλύπτεται το μέγεθος της καταστροφής. Τα τρία νησιά, με εξαίρεση μεμονωμένα κτίρια και οικισμούς στη Βόρεια Κεφαλονιά έχουν ισοπεδωθεί κυριολεκτικά, ενώ την πόλη της Ζακύνθου θα αποτελειώσει και μια μεγάλη πυρκαγιά. Περίπου 28000 οικοδομές έχουν καταρρεύσει, μόλις 467 έχουν σωθεί, ενώ οι υπόλοιπες έχουν σοβαρές ζημιές. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών ανήλθε σύμφωνα με τις επίσημες πληροφορίες της εποχής σε 455, αναφέρονται 21 αγνοούμενοι και 2412 τραυματίες, ωστόσο πιστεύουμε ότι είναι καιρός να γίνει πλέον συστηματική προσπάθεια εξακρίβωσης του πραγματικού αριθμού των νεκρών μέσα από αρχειακή έρευνα.
Οι εικόνες της καταστροφής, καταγεγραμμένες από το φακό του Μαρίνου Κοσμετάτου, των φωτογράφων της πόλης αλλά και των φωτορεπόρτερ, Ελλήνων και ξένων, αδιάψευστοι μάρτυρες της απελπιστικής κατάστασης στην οποία βρέθηκαν τα νησιά μας εκείνες της μέρες βρίσκονται στα μουσεία της πόλης μας (Κοργιαλένειο και Ίδρυμα Φωκά-Κοσμετάτου), έχουν περιληφθεί στις λευκωματικές εκδόσεις του Κοργιαλενείου Ιδρύματος («Αργοστόλι 1953, το τέλος και η αρχή μιας πόλης»), και του Δήμου Αργοστολίου («Ημέρες Οργής», επιμ. Ευρυδίκης Λειβαδά – Γερ. Γαλανού), αλλά και φιλοξενούνται σε περιοδικές εκθέσεις, και εύγλωττα αποτυπώνουν την έκταση της καταστροφής: Κατοικίες και δημόσια κτίρια, υποδομές του νησιού (δρόμοι, γέφυρες, λιμάνια, δεξαμενές, ηλεκτροδότηση, ύδρευση) έχουν καταστραφεί. Η γη συνεχίζει να τρέμει, πολλοί από τους ανθρώπους θέλουν να φύγουν από το νησί, κυκλοφορούν φήμες ότι το νησί βουλιάζει. Οι άνθρωποι ξαφνικά βρίσκονται ξένοι στον τόπο τους. Βλέπουν το ίδιο πανέμορφο φυσικό τοπίο, μα ό,τι είχαν δεν υπάρχει πια, εξαφανίστηκε από την οργή της φύσης. Έχουν χάσει τους ανθρώπους τους, δεν έχουν στέγη, δεν έχουν ρούχα, νερό, τροφή, εκεί που μέχρι χθες ο καθένας είχε φτιάξει όπως όπως τη ζωή του, τώρα κανείς δεν έχει απολύτως τίποτα. Είναι πολύ σκληρό να φεύγεις από έναν τόπο, αλλά ακόμα πιο σκληρό να κοιμάσαι έξω το βράδυ λίγα μέτρα μακριά από το γκρεμισμένο σου σπίτι, τους χαμένους σου ανθρώπους, την κατεδαφισμένη σου ζωή.
Εκείνες τις φοβερές στιγμές που η ζωή του ανθρώπου φτάνει στο μηδέν, που κυριολεκτικά δεν έχει απολύτως τίποτα, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος δεν έχει σταματήσει μαζί με τη μεγάλη καταστροφή. Ότι μέσα στα συντρίμμια είναι επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή, πρώτα πρώτα για να μπορέσει στοιχειωδώς να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον που από οικείο έχει γίνει πλέον απολύτως εχθρικό. Ο μόνος δρόμος για να το καταφέρει αυτό είναι οι άλλοι άνθρωποι. Από τη μία, οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ίδια δύσκολη θέση, οι συντοπίτες του. Κι από την άλλη, οι άνθρωποι που θα προστρέξουν από μακριά για να προσφέρουν βοήθεια.
Οι δύσκολες καταστάσεις φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά – κι αυτό αποδείχθηκε από τα πρώτα λεπτά μετά τους σεισμούς. Όταν οι άνθρωποι έπρεπε να συνέλθουν από το σοκ, να ψάξουν να βρουν τους δικούς τους μέσα στη σκόνη και τα ερείπια, να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον για την εξώλογη αυτή καταστροφή, αλλά και να κάνουν τις πρώτες κινήσεις για να προστατευτούν από την οργή της φύσης, αλλά και για να προχωρήσει η ζωή, που, όπως είπαμε, δεν έχει την πολυτέλεια να σταματήσει. Σ’ αυτές τις στιγμές το ένστικτο της επιβίωσης δεν αρκεί για τον άνθρωπο – για να μπορέσει να διατηρηθεί η κοινωνία σε μια στοιχειώδη λειτουργία απαραίτητο στοιχείο αποτελεί και η αλληλεγγύη, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και κατά τους πρώτους σεισμούς. Είναι η στιγμή που οι άνθρωποι μαθαίνουν να μοιράζονται εκείνο το ελάχιστο, εκείνο το τίποτα που τους έχει απομείνει. Τα ελάχιστα σκεύη ή φαγώσιμα που μπόρεσαν να σώσουν, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο για να μπορέσουν απλά να σταθούν όρθιοι μετά από μια τέτοια καταστροφή. Θα συνεργαστούν για να μπορέσουν να απεγκλωβίσουν ανθρώπους, να σώσουν κάποια αντικείμενα από την κατεστραμμένη περιουσία τους, να φτιάξουν, ξηλώνοντας υλικά από τα ερείπια, κάτι πρόχειρο για να στεγαστούν. Θα προσφέρουν ο ένας στον άλλον μια αγκαλιά παρηγοριάς, πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι στην καθημερινή ζωή. Μέσα στις σκόνες και τα ερείπια οι άνθρωποι θα αισθανθούν πιο δυνατή την αναγκαιότητα του «μαζί».
Από την άλλη, είναι συγκινητική και η συνεισφορά, εκείνες τις μέρες, όλων εκείνων των ανθρώπων που προσέτρεξαν, τόσο από την Ελλάδα όσο και από διάφορες χώρες της γης, για να προσφέρουν βοήθεια, τόσο τις πρώτες ώρες μετά την καταστροφή, όσο και κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε. Οι ανάγκες είναι τεράστιες: Άνθρωποι πρέπει να απεγκλωβιστούν από τα ερείπια, πρέπει να εντοπιστούν οι νεκροί και να γίνει η κατάλληλη φροντίδα για τις σορούς, πρέπει να γίνουν εργασίες καθαρισμού προκειμένου να δημιουργηθούν εστίες υποδοχής, πρέπει να δημιουργηθούν οι πρώτες στοιχειώδεις υποδομές για την παροχή τροφής (πρόχειρα μαγειρεία, μονάδες απόσταξης νερού, κινητά αρτοποιεία, ιατρεία και σταθμοί πρώτων βοηθειών), πρέπει να δημιουργηθεί ένα στοιχειώδες διοικητικό κέντρο για να αποκατασταθεί η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο και να συντονιστούν οι προσπάθειες, πρέπει να παρασχεθούν με οργανωμένο τρόπο σκηνές, τρόφιμα, νερό, ιματισμός, φάρμακα στους σεισμόπληκτους Κεφαλονίτες, να οργανωθεί η διακομιδή των τραυματιών, και αργότερα να δημιουργηθούν οι πρώτοι οργανωμένοι καταυλισμοί παραπηγμάτων. Είναι τεράστιος ο όγκος των εργασιών που απαιτούνταν για την άμεση ανακούφιση των ανθρώπων, πριν καλά καλά προχωρήσει κανείς στη διαδικασία της αποκατάστασης.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη το γεγονός ότι πολεμικά πλοία ξένων χωρών που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή προσέτρεξαν άμεσα και «άδειασαν» κυριολεκτικά τα αποθέματά τους σε τρόφιμα, ιματισμό και φάρμακα, ενώ το προσωπικό τους, με αξιοζήλευτη προθυμία συνέδραμε τον κεφαλονίτικο λαό. Τα πλοία από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Ιταλία και τη Γαλλία απέδειξαν από την πρώτη κιόλας στιγμή την αλληλεγγύη των λαών της Ευρώπης στη δοκιμασία του Κεφαλονίτικου λαού. Αυτή η αλληλεγγύη συνεχίστηκε και διευρύνθηκε και κατά τους επόμενους μήνες, όταν και αυτές αλλά και άλλες χώρες συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία της ανοικοδόμησης των νησιών μας. Είναι συγκινητικά τα δημοσιεύματα του γαλλικού και βρετανικού τύπου και οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν από εράνους και αποστολές για την ενίσχυση των σεισμοπλήκτων, τη δημιουργία υποδομών, ακόμη και για την ανοικοδόμηση ολόκληρων οικισμών, όπως συγκινητική είναι και η συνεισφορά χωρών όπως η Σουηδία και η Νορβηγία, η Ελβετία, η τότε Γιουγκοσλαβία και άλλες. Ο τόπος μας οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ στους λαούς των χωρών αυτών που, την ίδια εποχή που γεννιόταν το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης που θα εξασφάλιζε την ειρήνη και την ευημερία στους κατοίκους της, απέδειξαν ότι μπορεί να υπάρχει έμπρακτη και ουσιαστική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου.
Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί και η αποφασιστική συμβολή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις διάσωσης, μεταφοράς, ανακούφισης των σεισμοπλήκτων και αποκατάστασης, όπως και η συμβολή της κοινωνίας των πολιτών, μέσω των οργανώσεων των Κεφαλονιτών, αλλά και άλλων οργανώσεων όπως ο Ερυθρός Σταυρός, αλλά και της Εκκλησίας, καθώς και ευεργετών της Κεφαλονιάς, όπως η οικογένεια Βεργωτή, ο Ευάγγελος Τυπάλδος Μπασιάς και άλλοι, σε όλες αυτές τις προσπάθειες. Στις αφηγήσεις των σεισμών μπορεί να διακρίνει κανείς μια πικρία για την καθυστέρηση της ελληνικής κρατικής μηχανής να ανταποκριθεί με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στις απίστευτου μεγέθους ανάγκες που προέκυψαν, καθώς και σε κακούς γραφειοκρατικούς χειρισμούς στη διαδικασία της ανοικοδόμησης, και στην αμεριμνησία να διαφυλαχθεί, κατά την ανοικοδόμηση, η αρχιτεκτονική κληρονομιά των νησιών μας, που αποτύπωνε τις επιδράσεις των διαδοχικών δυτικών κυριάρχων τους κατά τους προηγούμενους αιώνες. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι η Κεφαλονιά, με τους σεισμούς δεν υπέστη μόνο μια βίαιη διακοπή της αρχιτεκτονικής και πολιτισμικής της συνέχειας, αλλά έχασε και μια ευκαιρία να ανοικοδομηθεί από το μηδέν, με σύγχρονο τρόπο. Θα πρέπει ασφαλώς να λάβουμε υπόψη μας το μέγεθος των απαιτούμενων ενεργειών (μια μελέτη το 1954 ανέφερε ότι θα χρειάζονταν …150 χρόνια για να επανέλθει η Κεφαλονιά στους προ του πολέμου ρυθμούς ζωής), και τις εγγενείς και διαχρονικές δυσκολίες της ελληνικής κρατικής μηχανής.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη απώλεια από τους σεισμούς είναι το μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης που θα δημιουργηθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο. Πολλοί είναι εκείνοι που εξ αρχής θα θελήσουν να εγκαταλείψουν οριστικά το νησί, καθώς η σεισμική καταστροφή ολοκληρώνει την οικονομική καταστροφή που είχαν φέρει ο πόλεμος και ο εμφύλιος. Οι Κεφαλονίτες αυτή τη φορά θα μεταναστεύσουν τόσο προς μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως Αθήνα και Πάτρα), όσο και προς τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πλανήτη (Η.Π.Α., Καναδάς, Νότια Αφρική, Αυστραλία) και λιγότερο προς χώρες της Ευρώπης, έχοντας πάντα στο μυαλό τους την Κεφαλονιά που άφησαν, αλλά και την τρομακτική εμπειρία των σεισμών.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που έμειναν πίσω. Και θέλησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους μέσα από τα ερείπια, να ξαναστήσουν τις επιχειρήσεις τους, να ξαναδώσουν ζωή στο νησί. Η διαδικασία της ανοικοδόμησης, που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, ήταν αργή, με πολλές δυσκολίες. Η Κεφαλονιά ξανάζησε. Πληγωμένη, με το αρχιτεκτονικό της παρελθόν χαμένο, με πολλά από τα παιδιά της ξενιτεμένα, αλλά ξανάζησε. Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε την καθοριστική συμβολή στην ανοικοδόμηση του νησιού του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Δημητρίου (Τάκη) Παυλάτου.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι σεισμοί «έθαψαν» στα ερείπιά τους και τον πολιτισμό του νησιού. Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Ο πολιτισμός ενός τόπου, πέρα βέβαια από την αρχιτεκτονική του κληρονομιά, δεν «θάβεται» στα ερείπια, αλλά «είναι» αυτό που είναι μέσα στην ίδια την εποχή του – και αυτό το «είναι» καθορίζεται αποφασιστικά από δυο άλλα «είναι», κυρίως το «κοινωνικό» είναι, την κοινωνία της εποχής και το οικονομικό «είναι», τις διαστάσεις της οικονομικής ζωής ενός τόπου. Ό,τι έμεινε πίσω λοιπόν, δεν το πήρε μαζί του ο σεισμός, το άφησε εκεί η κοινωνία, όπως εξελίχθηκε μέσα από δεδομένες οικονομικές σχέσεις στα μετασεισμικά χρόνια. Υπήρξαν και οι άνθρωποι που προσπάθησαν να διασώσουν την ιστορική μνήμη, όπως ο Μαρίνος και η Ελένη Κοσμετάτου, οι οποίοι μετά τους σεισμούς κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες και δημιούργησαν το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, ενώ, μαζί με άλλους Κεφαλονίτες και τη συμβολή των ευεργετών του τόπου διέσωσαν το πολύτιμο υλικό των βιβλιοθηκών και του ιστορικού αρχείου του νησιού. Η ιστορική μνήμη λοιπόν γίνεται προσπάθεια να διασωθεί, όσο είναι δυνατόν. Για να καταστεί όμως η μνήμη αυτή κομμάτι του παρόντος αυτού του τόπου, θα πρέπει η σύγχρονη κοινωνία να αισθανθεί ότι το έχει ανάγκη. Δεν χρειάζεται η αναβίωση του παρελθόντος σε κανέναν. Το παν είναι να νιώσεις ότι ένα κομμάτι από τη χαμένη σου κληρονομιά είναι δικό σου, είναι το παρόν σου, και να το εντάξεις αυτό το παρόν και ζωντανό κομμάτι στη ζωή σου.
Σήμερα είναι μέρα μνήμης, μνήμης για όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στους σεισμούς, εκείνες τις φοβερές στιγμές του Αυγούστου του 1953, ενός Αυγούστου, ενός καλοκαιριού, που δεν τέλειωσε ποτέ. Είναι όμως και μέρα μνήμης για την αλληλεγγύη των ανθρώπων. Γι’ αυτό που μπορεί να κρατήσει όρθιο και ζωντανό έναν άνθρωπο και μια κοινωνία, ακόμα και στην απόλυτη καταστροφή, στο απόλυτο μηδέν. Είναι μέρα για να θυμάται κανείς ότι η μεγαλύτερη περιουσία του ανθρώπου είναι η ανθρωπιά του. Αν κάτι θα πρέπει να μας έμαθε η εμπειρία αυτής της σεισμικής καταστροφής είναι ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να χάσουμε τα πάντα, κυριολεκτικά τα πάντα. Τα πάντα, εκτός από την ανθρωπιά μας. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε σήμερα, ας κρατήσουμε την ανθρωπιά μας, κι όπως και οι άνθρωποι εκείνες τις μέρες, όλοι στερημένοι και βασανισμένοι στήριξαν τους συνανθρώπους τους, ας κάνουμε την ανθρωπιά μας αυτή αλληλεγγύη για τον συνάνθρωπο. Αυτή η αλληλεγγύη, το να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον, βοηθάει να επουλωθούν και τα τραύματα εκείνου, αλλά και τα τραύματα τα δικά μας. Βοηθάει την κοινωνία μας να σταθεί όρθια. Και, κυρίως, βοηθάει, ό,τι γκρέμισε κάθε είδους σεισμός, να το χτίσουμε ξανά. Και να το χτίσουμε καλύτερο. Γιατί θα το χτίζουμε μαζί.
*Ο κ. Ηλίας Τουμασάτος είναι εκπαιδευτικός – ιστοριογράφος