Της Βάνιας Σαμόλη (χρονογράφημα)
Αν η ελληνική οικογένεια είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, τότε καταλαβαίνω τελικά γιατί η χώρα μας πάει γενικά κατά διαόλου!!!!
Θα σας περιγράψω ζωντανά την τρέχουσα καθημερινότητα της, σε ένα αστικό κέντρο και τα συμπεράσματα δικά σας.
ΝΤΡΡΡΝΝΝ! Έξι η ώρα. Πετάγεται αιφνίδια η σύζυγος να προλάβει. Να ετοιμάσει κατιτίς για πρωινό να καθαρίσει κανένα κρεμμύδι, καμιά πατάτα, να βάλει στο μάτι να γίνεται και το φαγητό για το μεσημέρι. Εργαζόμενη γαρ τι να πρωτο-κάνει γυρνώντας από την δουλειά; Με το που πατήσει το πόδι της στο σπίτι την περιμένει με γουρλωμένους τους οφθαλμούς πάνω από τα κατσαρολικά, μια ανυπόμονη, πεινασμένη ομάδα συζύγου και τέκνου Και αλίμονο αν δεν ανταποκριθεί οσωνούπω στα στομαχικά τους ζητούμενα!!! Θα γκρινιάζουν ασταμάτητα, μασουλώντας ψωμί αδιάκοπα και σπέρνοντας ψίχουλα επιδεικτικά σε κάθε γωνιά του έρμου σπιτιού. Αφού λοιπόν τελειώσει με τα βασικά του γεύματος, αρχίζουν τα δύσκολα: να ξυπνήσει τα δύο παιδιά. Το μικρότερο για να φάει να πάει σχολείο αλλά και το μεγαλύτερο «παιδί», εκείνο που διαρκώς επισημαίνει πως αγωνίζεται για να κερδίσει τον άρτο τον επιούσιο, τα προς το ζην ετούτης της φαμίλιας. Οι διάλογοι μας είναι γνώριμοι:
– Έλα Γιωργάκη αγάπη μου, να πιεις το γάλα σου,
– άσε με μαμά να κοιμηθώ δεν θέλω να πάω σχολείο,
– έλα, αγάπη μου σε παρακαλώ,
– όχι , άσε με, άσε με,
– έλα τσακίσου επιτέλους, θα μου σπάσεις τα νεύρα πρωινιάτικα!!!! τελείωνεεεεεεεε
ενώ η μάνα-σύζυγος παράλληλα τρέχει φουριόζα να παραστήσει το ξυπνητήρι του άντρα της. Μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και το σεντόνι υπερίπταται ως συνήθως, πάνω από τις ευαίσθητες περιοχές,…..
«γύρευε τι όνειρα έβλεπε πάλι ο αχρείος» συλλογιέται η καημένη. Ο σύζυγος ξυπνά την βλέπει και… το σκέπασμα αμέσως παίρνει την κατιούσα!!! Η σύζυγος αίφνης συνειδητοποιεί ότι είναι αξάγγλιγη και με την τσίμπλα στο μάτι (που να προλάβει άλλωστε καλλωπισμούς με τόση λάντζα από τις 6) και ότι σαφώς τους άνδρα τςη του φαίνεται σαν την κακιά μάγισσα που τον αρπάζει από τις νεράιδες με τα τα φιδίσια κορμιά, αυτές που του ικανοποιούσαν στον ύπνο, κάθε μύχια επιθυμία, για να τον επαναφέρει στον κόσμο του γάμου.
Στο μυαλό του συζύγου, ο γάμος είναι ο κόσμος, με τα πρέπει , τις υποχρεώσεις και την ίδια αχτένιστη γκρινιάρα σύντροφο, που θα την τρώει ισόβια στην μάπα και που όταν, πάει ο δόλιος να την προσεγγίσει, αρχίζει τα «μη , καλέ μου μας βλέπει το παιδί, ή χρυσέ μου είμαι πτώμα δεν αντέχω» αφήνοντας τον τελικά με το «όνειρο» στο… χέρι. «Σηκώνομαιαιαια, τώρα» της λέει εκείνη την ώρα και μετά γυρνάει από το άλλο πλευρό μουρμουρίζοντας κάτι για την «Που…..ανα» την ζωή που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει. Που όρεξη για δουλειά!
Με τέτοιες συνθήκες λοιπόν πως θα υπάρξει παραγωγικότητα; Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα βλέπουν την εργασία σαν αγγαρεία και αυτό για δύο λόγους: Πρώτον διότι το είδος και το προϊόν εργασίας τους στερείται δημιουργικότητας, ειδικά στο δημόσιο που καθρεφτίζει άλλωστε και τον κρατικό μηχανισμό. Δεύτερο διότι εργάζονται να εξασφαλίσουν τα προς το ζην για την οικογένεια, τα «βάρη» της οποίας σε συνδυασμό με την ρουτίνα και τον άγχος δεν τους παρέχουν την θαλπωρή που απαιτείται για το «ευ» του βίου τους, την υπόλοιπη ημέρα. Συνεπώς από τον γκρεμνό, πέφτουν στο ρέμα και τούμπαλιν κατ΄ εξακολούθηση και σχεδόν καθημερινά. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή μετά τους γραφικούς διάλογους:
– Ρε γυναίκα, που έβαλες το μπλε το παντελόνι,
– Μες στα μάτια σου είναι μα έτσι που έκανες μπου…έλο, την ντουλάπα που να το βρεις ;
– Μαμά που είναι το τετράδιο της αντιγραφής,
– Κοίτα , κάτω από το κρεβάτι, μαζί με τα παιχνίδια που παράτησες χθες
– Έλα γυναίκα, τέλειωνε, αν είναι να σε πετάξω κι εσένα στην δουλεία θα αργήσω
– Τώρα άντρα μου, να δω αν, έκλεισα, το μάτι, αν κλείδωσα την πόρτα της, κουζίνας, αν έσβησα το καλοριφέρ, αν πήρα τα κλειδιά του σπιτιού, αν….
και μπαίνει δυο τρεις φορές σπίτι να τσεκάρει. Στην εξώπορτα και όταν έχει κάνει τα νεύρα του συζύγου τουρμπίνα από το περίμενε στο αμάξι, συνειδητοποιεί ότι τελικά κάτι λείπει και αυτά τα γούνινα πράγματα στα πόδια της δεν μπορεί προφανώς να είναι παπούτσια . Όπότε επιστρέφει πάλι σπίτι δίνοντας στον άντρα της την χαριστική βολή. Δικαίως αυτός αρχίζει τον εξάψαλμο μετά στο αμάξι με το προσφιλές πλουσιότατο ελληνικό υβρεολόγιο και την πίεση σtα ύψη.
Να από πού προκύπτει ο σπουδαίος, ο αμίμητος έλληνας οδηγός, ο ασυγκράτητος, ανυπόμονος, νευρικός και επιρρεπής στα ατυχήματα Με την ίδια λογική ακολουθεί ο δύστροπος δημόσιος υπάλληλος, που δεν είναι παρά ο εκνευρισμένος σύζυγος ή σύζυγος οδηγός που έφτασε επιτέλους στο γραφείο
Ο άνδρας συζυγος-υπαλληλος έχει διαρκώς τα μούτρα κατεβασμένα και το ύφος του βαρύμαγκα, ξεσπώντας στον πελάτη υποψήφιο θύμα, με μόνη φωτεινή εξαίρεση την περίπτωση που ο πελάτης είναι ωραία γυναίκα.Τότε χρειάζεται σαλιάρα από την συγκίνηση και τσακίζεται να εξυπηρετήσει. Βλέπεις από την άγευστη, μια από τα ίδια μουτσούνα της γυναίκας του, όποιο έτερο θηλυκό δει το θεωρεί έδεσμα υψηλής ποιότητας.
Θα σας συνιστούσα αν θέλετε να εξυπηρετηθείτε στο δημόσιο να στείλετε ωραίες γυναίκες μινι-φορούσες. Αλλά δυστυχώς μπορεί να πέσουν στην σύζυγο δημόσια υπάλληλο την ταλαιπωρημένη και «κακό ….φροντισμένη» αναφορικά με τα «καθήκοντα» του ανδρός, ο οποίος την βλέπει και αλλάζει πλευρό. Και τότε μαύρο φίδι που τις έφαγε. Οι μινιφορούσες θα φαντάζουν στα μάτια της, σαν τον νοερό εχθρό, αυτό που κυριαρχεί στις ανδρικές φαντασιώσεις, μετουσιωμένο σε ον με σάρκα και οστά. Ούτε ψύλλο στον κόρφο της όποιας ευπαρουσίαστης κακομοίρας, πέσει σε μεσόκοπη παντρεμένη γυναίκα υπάλληλο. Θα μπει η φουκαριάρα στην υπηρεσία πρωί και θα εξέλθει νύχτα.
Να η πηγή και η αιτία του μεγαλείου του ελληνικού δημοσίου. Όλα από την οικογένεια προέρχονται. .Αυτά και άλλα, όπως: η υπογεννητικότητα, ο ωχαδελφισμός, η αδιαφορία, ή η ανεπάρκεια στην πολιτική πραγματικότητα- εδώ στα του οίκου υπάρχει έλλειμμα δεν θα υπάρχει στη πολιτική; Ακόμη η μανία με τα στοιχήματα και τον τζόγο αντανακλούν την προσπάθεια του έλληνα, να ανεβάσει την αδρεναλίνη, να αντλήσει λίγη ηδονή, ένα κάτι να ξεφύγει από την μύρλα της καθημερινότητας. Αλλά και η οικονομική δυστοκία στα νοικοκυριά,- όπου αμάξια μεν έχουνε συνήθως γυναίκα και άνδρας (στοιχείο απαραίτητο για μεταφορές και εξωσυζυγικά τσιλιμπουρδίσματα), στα μπουζούκια και τα στριπτιτζάδικα πάνε (πως θα ξεχαρμανιάσεις από την πίκρα του συζυγικού βίου), τα ρούχα όλα μάρκες να φώναζει το χρήμα από μακριά μπας και γοητευτεί το έτερο φύλλο και υπάρξει κανένα τυχερό αλλά τα δάνεια , δάνεια και τα χρέη, χρέη. Άπειρα δάνεια και το ελληναριό χρεωμένο μέχρι τα μπούνια σβήνει την πίκρα με ποτό, χορό και ατελείωτες ζεμπεκιές στα σεβαστά νυχτομάγαζα Αθήνας και περιφέρειας.
Ενόσω η χώρα βουλιάζει. Βουλιάζει και υποτάσσεται ακούσια στο χάος.
Αν η ελληνική οικογένεια είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, τότε καταλαβαίνω τελικά γιατί η χώρα μας πάει γενικά κατά διαόλου!!!!
ΩΡΕ ΠΟΥ ΠΑΜΕ……(που έλεγε και ο αείμνηστος Βασίλης Αυλωνίτης)
Βανια Σαμολη
02/06/2014 | 11:10
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
21:20