Του Ξενοφώντα Κοντιάδη*
Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τη ριζοσπαστική Αριστερά, το αφήγημα του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού πνέει τα λοίσθια. Είναι ωστόσο κρίσιμο να εξηγηθεί πώς ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας κατόρθωσε να γιγαντωθεί και να μετατραπεί σε πλειοψηφικό ρεύμα μέσα σε ούτε 5 χρόνια. Πώς συναρμόστηκαν οι παθογένειες της ελληνικής δημόσιας σφαίρας με την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο προς την υποκατάσταση ενός πολιτικού σχεδίου από την πολιτική ηθικολογία; Προηγήθηκε μία αντιπαράθεση ιδεών και αξιών, με τη σύγκρουση διαφορετικών «σχεδίων κοινωνίας», ή απλώς επικράτησε μία επιλογή «ωφέλιμης εναλλαγής» στο πλαίσιο της θεσμικής απαξίωσης που επέφερε η χρεοκοπία;
Η ριζοσπαστική Αριστερά ποντάρισε κατ’ αρχάς στην αγανάκτηση ως δεσπόζον κοινωνικό συναίσθημα στη μνημονιακή Ελλάδα. Ιδίως, οικοδόμησε συστηματικά την ανορθολογική πεποίθηση ότι κάποια συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας απεργάστηκαν τα μνημονιακά άλγη, αμφισβητώντας το ίδιο το γεγονός της χρεοκοπίας. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, που αρνήθηκε ακόμη και την ακραία δημοσιονομική διακινδύνευση της χώρας, η χρεοκοπία δεν ήταν παραγωγικό αίτιο αλλά αποτέλεσμα των μνημονίων.
Επρόκειτο δηλαδή για ένα «παραμύθι», με τα λόγια του σημερινού πρωθυπουργού, που συγκάλυπτε μία σχεδιασμένη κερδοσκοπική επίθεση των δανειστών μας, την οποία διευκόλυναν οι «γερμανοτσολιάδες» των τότε κυβερνήσεων. Ετσι, η ριζοσπαστική Αριστερά εξήγγειλε την εν μια νυκτί κατάργηση των μνημονίων και την επιστροφή στη γη της Επαγγελίας. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Στο πρόσφατο βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη «Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία» (εκδ. Πόλις, 2017) περιλαμβάνονται οκτώ ευσύνοπτα κείμενα στα οποία μεταξύ άλλων αναλύονται οι επικίνδυνες αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν, οι συνθήκες απαξίωσης του όρου «Αριστερά», η διάχυση νέων μορφών λαϊκιστικής αντιπολιτικής, η άνοδος του δημοκρατισμού ως «κυρίαρχης πολιτικής φαντασμαγορίας» και πολεμικής έκκλησης, καθώς και οι διαδρομές της έννοιας του ολοκληρωτισμού. Το βιβλίο συνδυάζει την πολιτική ανάλυση και την πολιτισμική κριτική, βρίσκοντας χώρο ανάμεσα «στην κοντόθωρη, αυτοπροστατευτική σιωπή και τους φανατισμούς» και επαναφέροντας, με αφορμή την ελληνική κρίση, το αίτημα της κριτικής αυτογνωσίας.
*Ο Ξενοφώντας Κοντιάδης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος Ιδρύματος Τσάτσου