Του Κωνσταντίνου Κωνσταντάτου
Απ’ ότι φαίνεται υπάρχουν πολλές πιθανότητες η Ελληνική κυβέρνηση και τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης να καταλήξουν σε συμφωνία στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου ή και λίγες μέρες αργότερα. Κατά τη γνώμη μου, αν υποθέσουμε ότι καταφέρουμε να πάρουμε εξάμηνη παράταση τα προβλήματα δεν τελειώνουν με την υπογραφή της συμφωνίας αλλά αντιθέτως θεωρώ πως μόλις αρχίζουν.
Η κυβέρνηση έχει δείξει μέχρι τώρα εξαιρετική απροθυμία να δεσμευτεί σ’ ένα πλαίσιο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων απέναντι στους άλλους εταίρους. Η απροθυμία αυτή αποκρυσταλλώνεται όχι μόνο στις δηλώσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην ουσιαστική άρνηση από την πλευρά της Ελληνικής αντιπροσωπείας να μπουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης συγκεκριμένοι αριθμητικοί στόχοι οι οποίοι μπορούν να ελεγχθούν και να αξιολογηθούν ως προς την επίτευξη τους. Η Ευρώπη και γενικά ο κόσμος δεν λειτουργεί μόνο με γενικόλογες πολιτικές διακηρύξεις αλλά με συγκεκριμενοποίηση τους σε επιμέρους δράσεις.
Η Ελληνική κυβέρνηση πήγε σε μια πολύ κρίσιμη διαπραγμάτευση σαν τον στρατιώτη που πηγαίνει στην πρώτη γραμμή χωρίς να έχει συναρμολογήσει το όπλο του και περιμένοντας να το κάνει όταν οι σφαίρες θα σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του. Χωρίς σχέδιο Α πόσο μάλλον plan B, ψαρεύει σε θολά νερά και ‘’κόβει’’ αντιδράσεις για να προσαρμόσει ανάλογα και τη στάση της που τροφοδοτείται από την ψεύτικη εντύπωση ότι για όλα φταίει το μνημόνιο και οι ‘’διεθνείς τοκογλύφοι’’ ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί την εντύπωση ότι μαθαίνει πάνω στις πλάτες μας ρισκάροντας τις δικές μας ζωές. Φυσικά για όλα ευθύνονται πάντα οι άλλοι και ποτέ εμείς, στην παρούσα συγκυρία οι Γερμανοί και πιο συγκεκριμένα η Μέρκελ. Σαν να μην έφτασε η Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας το 2010 και το μνημόνιο να ήρθε ουρανοκατέβατο, σαν να μην ζήτησε η ίδια η χώρα οικονομική βοήθεια έτσι ώστε να αποφύγει τις συνέπειες μιας πλήρους χρεοκοπίας οι οποίες θα ήταν πολύ χειρότερες από την κρίση που ζούμε σήμερα.
Δυστυχώς οι εταίροι στην Ευρωζώνη δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι αυτό. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν εφάρμοσε διαρθρωτικά μέτρα που είχαν μηδενικό χρηματικό κόστος παρά το γεγονός ότι προβλέπονταν στα μνημόνια και θα ωφελούσαν την Ελληνική οικονομία πολλαπλά, γιατί φοβόταν τη ρήξη με συγκεκριμένα συμφέροντα και συντεχνίες. Πιστεύω ότι την νέα κυβέρνηση την εμπιστεύονται ακόμα λιγότερο. Προσωπικά αν δεν έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον αλλά είμαι πάραυτα υποχρεωμένος να συνάψω μια νομική συμφωνία μαζί του, θα επιδίωκα τουλάχιστον να προσδιορίσω στη μέγιστη λεπτομέρεια τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα έτσι ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια για αθέτηση. Το ίδιο απαιτούν και τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και είναι απόλυτα λογικό. Αν θέλουμε να έχουμε σωστή αντίληψη της πραγματικότητας θα πρέπει να μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας και στη θέση του άλλου.
Πιστεύω ότι ακόμα κι αν συμφωνήσουν οι δυο πλευρές σε μια κοινή διατύπωση η οποία προφανώς θα περιλαμβάνει και αξιολόγηση, δεν πιστεύω ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει την υπογραφείσα συμφωνία. Η προεκλογική παροχολογία δεν επιτρέπει να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να υπάρξουν διαλυτικές τάσεις στις διάφορες συνιστώσες που αποτελούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική οικονομία θα υφίσταται μεγάλες χρονικές περιόδους ανασφάλειας ως προς την καταβολή των δόσεων όταν οι ‘’θεσμοί’’ (πρώην τρόικα) θα αξιολογούν κατά πόσο εφαρμόστηκαν στην πράξη τα συμφωνηθέντα. Αυτό θα προστεθεί στο ήδη καταστροφικό σπιράλ που έχει ξεκινήσει από τον Δεκέμβρη που προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές και είχε ως αποτέλεσμα οι συναλλαγές σε πολλούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα να είναι μέχρι και σήμερα παγωμένες.
Επιπλέον η επίδραση που θα έχει η οικονομική δυσπραγία στην είσπραξη των φόρων εκτιμώ ότι θα έχει σαν αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί ο στόχος της κυβέρνησης για πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ. Αντιθέτως θα αυξηθεί η πιθανότητα νέου δανεισμού και άρα ενός τρίτου μνημονίου.