Τα πρόσφατα δημοσιεύματα για την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του νόμου για τα αυθαίρετα έφεραν και πάλι στο προσκήνιο μια χρόνια παθογένεια της μεταπολεμικής νεοελληνικής πραγματικότητας. Ακόμα και σε επίπεδο ορολογίας ο όρος ‘αυθαίρετα’ έχει «κατοχυρωθεί» διεθνώς ως ελληνική ‘πατέντα’ -χαρακτηριστική έκφραση- για την παράνομη δόμηση.
Σχετικά με το θόρυβο που προκλήθηκε θα πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι η σημασία και η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής δεν έγκειται στο νομικό της περιεχόμενο όσο στον συμβολισμό και στη πολιτική της διάσταση. Η μία από τις τρεις συντεταγμένες εξουσίες, μοιάζει να έρχεται να καλύψει ένα κενό που αφήνουν οι άλλες δύο. Και αυτό φυσικά σε θεωρητικό επίπεδο, αφού στην πράξη η στρεβλή κυριαρχούσα κατάσταση δεν δίνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Αυτό όμως συνιστά μια πολιτική διαστροφή. Δεν είναι δείγμα υγιούς και ευνομούμενης πολιτείας. Είναι απόδειξη ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ομαλά αφού οι βασικοί θεσμοί δεν παίζουν το ρόλο για τον οποίο έχουν ταχθεί. Η κυβερνητική εξουσία, που στο πολίτευμά μας έχει πρωτοβουλιακό ρόλο στην επίλυση των προβλημάτων αλλά και στον προγραμματισμό του μέλλοντος, εξαντλείται συνήθως σε απλή διαχείριση των καταστάσεων με στόχο να αποφύγει το όποιο πολιτικό κόστος.
Είναι γνωστό ότι στα τέλη του ‘90 είχε δημιουργηθεί, από το τότε Υπουργείο Χωροταξίας, ένα σύγχρονο πολεοδομικό θεσμικό πλαίσιο για μια ορθολογική ρύθμιση του χώρου, που όμως δεν εφαρμόστηκε την επόμενη κρίσιμη δεκαετία του 2000, με ευθύνη δυστυχώς όλων των κυβερνήσεων αλλά και της εκάστοτε ηγεσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ- ΥΠΕΚΑ και όχι μόνον… Έτσι, τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια παρακμιακής πολεοδομικής πολιτικής, η κατάσταση αφέθηκε σχεδόν στην τύχη της ενώ έγιναν και κινήσεις σε λάθος κατεύθυνση.
Αν είχε εφαρμοστεί έγκαιρα και σωστά η νομοθεσία (Νόμος 2508/97 και συναφείς ρυθμίσεις), δηλαδή αν σε όλους τους Καποδιστριακούς δήμους, είχαμε θεσμοθετήσει και στη συνέχεια εφαρμόσει τα προβλεπόμενα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) αλλά και τα είχαμε συνδέσει αναπόσπαστα με τη χρηματοδότηση των τοπικών έργων και δράσεων, δεν θα αντιμετωπίζαμε τα σημερινά προβλήματα από τα εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετα της τελευταίας δεκαετίας, την ανεξέλεγκτη εκτός σχεδίου υπερ-δόμηση, τις συγκρούσεις χρήσεων γης, τις καταπατήσεις σε ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές όπως τα δάση, οι ακτές, κ.α. Δεν θα είχαμε ένα τραγικό έλλειμμα οργανωμένων υποδοχέων παραγωγικών δραστηριοτήτων όπως π.χ. τα βιοτεχνικά και άλλα πάρκα που απουσιάζουν αδικαιολόγητα από δεκάδες μικρές και μεσαίες ελληνικές πόλεις. Ακόμα καλύτερα θα ήταν βέβαια αν είχαμε τελειώσει και το ξεκαθάρισμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης με το εθνικό κτηματολόγιο, την δημόσια και εκκλησιαστική περιουσία κλπ…
Έτσι σήμερα, αντί να προχωρούμε μπροστά, έχοντας πίσω μας μια πλούσια εμπειρία από την εφαρμογή της νομοθεσίας (και της πολιτικής που αυτή προνοούσε) για μια νέα οργάνωση του χώρου, εξαιτίας της γνωστής αβελτηρίας μας, προσπαθούμε, σαν άλλοι Προκρούστες, να προσαρμόσουμε βίαια τη νομοθεσία ώστε να ‘τακτοποιήσει’ τις αδιέξοδες καταστάσεις που δημιούργησε ακριβώς η (ηθελημένη) μη εφαρμογή της…
Προσφάτως, βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης και της ανάγκης είσπραξης εσόδων (πενία τέχνας κατεργάζεται) ανακαλύψαμε νέες πατέντες ‘βαφτίζοντας το κρέας ψάρι’: ‘Τακτοποίηση’ ήταν η νέα μαγική λέξη – συνταγή με την οποία θα γέμιζαν τα κρατικά ταμεία. Έτσι, χωρίς χωροταξία, χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, χωρίς πολιτική γης, χωρίς πρόγραμμα… Όμως χωρίς τέτοιες προϋποθέσεις (αυτό που παραδοσιακά αλλά παρωχημένα πλέον ονομάζουμε ‘ένταξη στο σχέδιο’) ουσιαστική πολεοδομική και περιβαλλοντική νομιμοποίηση δεν υπάρχει. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η μόνη φορά που υπήρξε αυτός ο συνδυασμός ρύθμισης αυθαίρετων και σχεδιασμού ήταν την δεκαετία του ’80 με την τότε Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (η οποία δυστυχώς δεν είχε την ανάλογη συνέχεια). Δεν είναι τυχαίο ότι το έτος 1983 αποτελεί σταθμό (κόκκινη γραμμή) στην υπόθεση των αυθαιρέτων και από νομική άποψη. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που επιχειρήθηκε νομιμοποίηση, επικράτησαν μικροπολιτικές, ψηφοθηρικές ή και εισπρακτικές λογικές και επιλογές οι οποίες, όχι μόνον δεν έλυσαν το πρόβλημα αλλά το επέτειναν και το μονιμοποίησαν…