Υπάρχουν ορισμένα κείμενα που η διαχρονικότητά τους δεν είναι μόνο εντυπωσιακή αλλά αποτυπώνει, παράλληλα, το γεγονός ότι οι ζωές μας είναι σύμφυτες με συγκεκριμένα προβλήματα που μας διέπουν, αφενός λόγω της ιστορίας μας και αφετέρου λόγω των επιλογών μας. Η σύγκρουση των κατάλοιπων της τουρκοκρατίας αλλά και του θεοκρατικού κράτους του Βυζαντίου απ’ τη μια μεριά, με την επιστήμη, τη φιλοσοφία και την ανάπτυξη της άμεσης Δημοκρατίας που πέτυχαν οι αρχαίοι Έλληνες απ’ την άλλη, είναι μία σύγκρουση καθημερινή και ανελέητη μέσα στις ενδόμυχες σκέψεις των Ελλήνων του σήμερα. Αυτή η σύγκρουση αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στις τοποθετήσεις που γίνονται περί του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά επίπεδα.
Πολλά έχουν ειπωθεί μέχρι στιγμής, και σίγουρα θα ειπωθούν πολλά περισσότερα έως ότου η δημοκρατική αυτή διαδικασία φτάσει στον Κολοφώνα της. Σκοπός αυτής της δημοσίευσης είναι πέρα από κάθε αντίλογο και πέρα από κάθε διάλογο, να αναδείξει ένα κείμενο απ’ αυτά που ελέγχθησαν στην αρχή. Ο συγγραφέας του εν λόγω κειμένου μπορεί να έφυγε απ’ τη ζωή πριν από 45 χρόνια, αλλά το δημιούργημά του φαίνεται να ζει εντελώς στην πραγματικότητα του σήμερα. Παραθέτω λοιπόν στην κρίση του αναγνώστη το επίκαιρο αυτό μήνυμα, με την παράκληση να μην καταπιέσει τη συγκίνηση που (ενδεχομένως) θα του προκαλέσει, αλλά να την αφήσει ελεύθερη να τον οδηγήσει στην ομοψυχία εκείνη που οι σημερινές συνθήκες απαιτούν.
«Είμαι Έλλην, το καυχώμαι, ξεύρω την καταγωγήν μου, χόρτασα κρεμμύδι και ψάρια παστά, έφαγα ψωμί πένθιμο, μαύρο και πιτυρούχο, σκαρφάλωσα τις βουνοκορφές με τον γυλιό και «πλήρη φόρτον» σαράντα οκάδες στη ράχη, με ύμνησαν το χτες και το σήμερα, αναστέναξα από τους εφόρους, έκανα περίπατο μέσα στο διχασμό, άκουσα τις σφαίρες των κινημάτων, είδα λογής λογής στρατιωτικές στολές να κάνουν παρέλαση μέσα στους μεγάλους μου δρόμους, διάβασα τα πυριφλεγή άρθρα των εφημεριδών, άκουσα πολιτικούς λόγους… «Λέγω… Η Ελλάς λέγω…», έγινα δυο χωριά με τους φίλους μου στα καφενεία, διαμαρτυρήθηκα, καρπαζώθηκα, φοβέρισα, «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;», πούλησα κι αγόρασα κονσέρβες στην Κατοχή, έβρισα τους καταχραστές και, μεταξύ μας, κομματάκι από ζήλια, ξεσκεπάστηκα με σεβασμό μπρος στη σημαία μου, ένιωσα ρίγος στις νότες του Εθνικού μου Ύμνου, γκάριξα στο ποδόσφαιρο με τις εθνικές ξένες ομάδες, δε θέλω να με κουμαντάρουν οι άλλοι, κι αν πολιτευόμουνα προσωπικά, θα τα κατάφερνα καλύτερα απ’ τον καθένα.
Τώρα πάω στην κάλπη. Δεν ξέρω ακόμα τι θα ψηφίσω, αλλά πάω στην κάλπη. Λέω μέσα μου ότι χρειάζεται κάτι δυνατό, κάτι ελληνικό, κάτι καινούργιο. Σιγοσφυρίζω ένα σκοπό γεμάτον δικαιώματα κι ελευθερίες, σιγοσφυρίζω ένα σκοπό γεμάτον δύναμη και σεβασμό για τούτο το κομμάτι της γης, το χιλιατυραννισμένο, που πάνω στα σκληρά βράχια του ακονιστήκανε όλες οι αιχμές από ξίφη των Περσών, των Ρωμαίων, των Τούρκων, των Γότθων, των Φράγκων, των Σλάβων… Κάθε φορά που σπάζαν τα ξίφη και ανάσαιναν οι βράχοι, περήφανοι, στητοί, ελληνικοί και μεγάλοι. Σιγοσφυρίζω ένα σκοπό για τούτα τα χώματα, τα ποτισμένα αίμα, ιδρώτα και μόχθο, τα χώματα που σκεπάζουν τους πατέρες μου, τη δόξα τους, τους μεγάλους αγώνες. Και λέω πιο κάτω : «Πρέπει. Πρέπει σε τούτη τη χώρα να γίνει μεγάλη και ισχυρή.»
Έχω μία ψήφο. Μία μονάχα, μέσα στο ένα εκατομμύριο. Δεν είμαι τίποτα, ένα ασήμαντο ποσοστό, ένας εκατομμυριοστός συντελεστής της λαϊκής δύναμης. Φτερό το βάρος μου, ατσάλι η θέλησή μου. Θέλω την Ελλάδα, τη μικρούλα και ιστορική, θέλω να τη δω να ανασαίνει ελεύθερη, μόνη χωρίς ελεημοσύνες, χωρίς στερήσεις, με την αξία της. Θέλω να ‘ρθουν ψηλά, επικεφαλής οι άνθρωποι που θα τις κάνουνε δώρο μενταγιόν αυτά τ’ αγαθά. Θέλω να μην πεινάμε εμείς και τα παιδιά μας, να μη μας γελάνε οι ξένοι, να μας λογαριάζουνε τα βορινά τσακάλια, θέλω δική μου τη δική μου θάλασσα και δική μου τη δική μου στεριά. Θέλω να λένε με σεβασμό «Έλληνας» στο πέρασμά μου, θέλω να ‘ναι ψηλά η τιμή και σεβαστοί οι άρχοντές μου. Θέλω να μεγαλώσουνε τα παιδιά μου ελεύθερα να μάθουν, να σπουδάσουν, να γίνουν καλύτεροι από μένα στο μυαλό, στην αξία, στη σκέψη. Δεν ξέρω ακόμα τι θα ψηφίσω αλλά πάω στην κάλπη.
Κανέναν δεν κατηγόρησα. Σκεφτήκανε όλοι και πράξανε, ανάλογα με το μυαλό που ‘χανε. Όμως εγώ λέω πως χρειάζονται καινούργια μυαλά, καινούργιες σκέψεις, καινούργια πράγματα. Χρειάζεται καινούργια Ελλάδα, να μη φοβάσαι το νόμο, να μη φοβάσαι τον έφορο, να μη φοβάσαι τις δραχμές σου τις λιγοστές. Να ‘ναι όλα φτωχά μα τίμια, να μη χρωστάμε «ευχαριστώ» για το ψωμί που το αξίζουμε, να μη φοβόμαστε για το αύριο που είναι δικό μας. Να γίνουμ’ όλοι καλοί, κι η Ελλάδα καλύτερη` εμείς θα πεθάνουμε, αυτή πρέπει να ζήσει…
Σκέφτομαι… Τώρα που πάω στην κάλπη… »
Του Νίκου Τσιφόρου από το βιβλίο «Ο πρώτος Τσιφόρος» και τις Εκδόσεις «Ερμής».