Του π. Σπυρίδωνα*
«Συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και ερώ τη ψυχή μου: …. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. ιβ 18,19).
Ας προσέξουμε πως διατυπώνει το σχέδιό του ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, ποια είναι η λέξις που δεσπόζει στο στόμα και προφανώς στη σκέψι και στην καρδιά του. «Πού συνάξω τους καρπούς μου; Καθελώ μου τας αποθήκας …. Και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και ερώ τη ψυχή μου». Όλα βασισμένα στο «Μ Ο Υ», ζυμωμένα με ένα παθολογικό εγωϊσμό. Σχέδιο που εκφράζει τις διαθέσεις και τα αισθήματα του πλεονέκτου. Υπολογίζει μόνον τον εαυτόν του, τα μαζεύει όλα για το άτομό του, τα κλειδομανταλώνει όλα για να τα απολαύση μοναχός του. Και το αποτέλεσμα; Γίνεται Μάστιγα και συμφορά για την κοινωνία.
Δεν χρειάζεται προσπάθεια, για να αποδειχθή αυτό. Ας ρίξουμε ένα ερευνητικό βλέμμα γύρω μας, όσο βιαστικό κι αν είναι, θα δούμε την αναστάτωσι που φέρνει αυτό το πάθος της πλεονεξίας στη συνεργασία των ανθρώπων, στις καθημερινές σχέσεις τους. Θα αντιληφθούμε τις φιλονεικίες και διαστάσεις που δημιουργούνται μεταξύ γνωστών και συγγενών, θα διαπιστώσουμε πόσες αντιπάθειες και έχθρες γεννώνται. «Να μην τον ξαναδώ στα μάτια μου τον ατομιστή!» ή «Ούτε την καλημέρα του δεν θέλω πια, ύστερα απ΄αυτό που μου έκανε!» ακούμε συχνά να λέγονται με πείσμα σαν επίλογος της Α ή Β συγκρούσεως για θέματα ειδικά περιουσιακά. Και βλέπουμε δεσμούς φιλίας και αίματος ακόμη να σπάζουν, να θρυμματίζωνται και να αντικαθίστανται από μίση σφοδρά.
Αυτά όμως δεν τα υπολογίζει ο πλεονέκτης. Τίποτε δεν υπολογίζει προκειμένου ν΄αρπάξη, να θησαυρίση. Δίπλα του οι άλλοι, μπροστά στα μάτια του, μπορεί να πεινούν, να κλαίνε, να κρυώνουν, να δυστυχούν. Τι τον ενδιαφέρει αυτόν; Αυτός κοιτάζει μόνο τη δουλειά του. Για τον πλεονέκτη το μόνο που υπάρχει είναι η Αυτού Μεγαλειότης, ο Εαυτός του, εις τον οποίον είναι αφωσιωμένος. Υπάρχει το εγώ του, που το έχει κάμει είδωλο και το λατρεύει και το προσκυνάει. Οι άλλοι; Ά βέβαια υπάρχουν κι αυτοί! Και τους σκέπτεται, πολύ μάλιστα, και ασχολείται με αυτούς. Όταν όμως πρόκειται … να τους απομυζύση, να τους εξαπατήση, για να πλουτίση, ο τρόπος που χρησιμοποιεί λέγεται αθέμιτος συναγωνισμός, απάτη, εκμετάλλευσις, εκβιασμός. « Αυτά, θα τον ακούσουμε να λέη, δεν ισχύουν στη σημερινή κοινωνία. Η φιλία φιλία και το συμφέρον συμφέρον». Με έμβλημα – φανερό ή κρυφό, δεν έχει σημασία – το «άρπαξε να φας και κλέψε νάχης» δεν διστάζει να σκορπίζη γύρω του ο πλεονέκτης πίκρα και θλίψι και να φαρμακώνη τη ζωή του συνόλου, για να ωφεληθή αυτός. Και το αποτέλεσμα; Η κοινωνική αναστάτωσις, η πάλη των τάξεων, το μίσος και η κατάρα στην κοινωνία.
Αλλά τουλάχιστον είναι ο ίδιος ευτυχής; Μόνον όποιος δεν ξέρει τι είναι αυτό το πάθος μπορεί να κάνη μια τέτοια ερώτησι. Η πλεονεξία μπορεί να αφήση χώρο για γαλήνη και ευτυχία; Μα υπάρχει πιο φοβερό σαράκι απ΄αυτή; Ο άνθρωπος της παραβολής αμέσως μετά την πλούσια καρποφορία των κτημάτων του βυθίζεται σε έγνοιες. «Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων, τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;» Σκέπτεται το ένα, τυραννιέται με το άλλο. Επί τέλους καταλήγει: «Τούτο ποιήσω, καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Νέα τρεξίματα, καινούργια προβλήματα. Αν ήταν δυνατόν να βλέπαμε από καμμιά γωνιά το εσωτερικό μερικών ανθρώπων κυριευμένων από την πλεονεξία, ασφαλώς θα τους λυπώμαστε.
Ταλαιπωρίες, αϋπνίες, εκνευρισμοί και στο τέλος συνήθως ένα μεγάλο κενό. Διότι εδώ είναι το εκπληκτικό. Όλα τα κρατάει και τα μαζεύει για τον εαυτό του ο πλεονέκτης και πάντοτε μένει ανικανοποίητος. Κερδίζει 300 ευρώ; Αχ, να κέρδιζε 500 ευρώ! Και 1.000 ευρώ εισόδημα να έχη, ανυπομονεί πότε θα το κάνη 2.000 ευρώ. Επέτυχε την Α θέσι; Πέφτει σε νέες προσπάθειες για να αρπάξη και την Β και την Γ . Κάποιος είπε πολύ χαρακτηριστικά ότι ο πλεονέκτης μοιάζει με τον υδρωπικό. Πίνει, πίνει, φουσκώνει και πάντοτε μένει διψασμένος.
Γιατί αυτό το ανικανοποίητο άραγε, γιατί αυτό το κενό; Διότι απλούστατα η πλεονεξία συνδέεται με την υλιστική αντίληψι της ζωής, που αφήνει άδεια την ψυχή. Το δείχνει αυτό καθαρά το πρόγραμμα του άφρονος πλουσίου. «Και ερώ τη ψυχή μου …. αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Καμμιά σκέψι καλοσύνης, κανένα σχέδιο αγαθοεργίας. Ύπνος, γλέντι, φαγητό. Φαγητό, γλέντι, ύπνος. Κανένα αίσθημα αγάπης δεν φυτρώνει μέσα του. Η καρδιά του πλεονέκτου μοιάζει με μια απέραντη έρημο, που τη μια στιγμή την αγκαλιάζει το καυτερό λιοπύρι πόθων αρπαγής και την άλλη η παγερή νύχτα της ταραχής και της μοναξιάς. Πρόγευσις της οργής του Θεού, που αμείλικτη όλο και πλησιάζει.
«Ας τα ακούσουν οι πλούσιοι!» ίσως να σκέπτωνται μερικοί. Κι όμως τα παραπάνω δεν αφορούν μόνον αυτούς. Η πλεονεξία είναι αρρώστια διαδεδομένη σε όλες τις τάξεις. Κυριαρχεί στην καρδιά πλουσίων και φτωχών και εκδηλώνεται με ποκίλους τρόπους. Πόσες δυσαρέσκειες και προστριβές δημιουργεί, συχνά ξεκινώντας από μικρά, μικρότατα πράγματα, στις σχέσεις και αυτών ακόμη των απλών και φτωχών ανθρώπων! Τα θέλει όλα δικά του ο υπάλληλος στο γραφείο, τα θέλει όλα δικά του ο Τεχνίτης στη δουλειά του, τα θέλει όλα δικά της στο σπίτι η σύζυγος, η θυγατέρα και απαιτούν συνεχώς χωρίς να λογαριάζουν τις ανάγκες των υπολοίπων. Και αυτά δεν είναι άσχετα με την πλεονεξία, συμπτώματα της ίδιας ασθένειας είναι. Μολύνσεις του ίδιου μικροβίου, που απειλεί να μας οδηγήσει στον αιώνιο θάνατο.
Ας εξετάσουμε λοιπόν, προσεκτικά την συμπεριφορά μας, διότι είναι πολύ πιθανόν την ώρα που φουσκώνουν οι φλέβες μας από αγανάκτησι για την πλεονεξία που βλέπουμε γύρω μας και το δικό μας αίμα να είναι μολυσμένο από τα μικρόβια της ίδιας ασθένειας.
Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος, Ιεροκήρυκας
Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας