Του Ηλία Μπεριάτου
Με αφορμή την εκδημία του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα και τα όσα γράφτηκαν σχετικά , θα ήθελα να καταθέσω μερικές σκέψεις γύρω από την τοπική εκκλησιαστική δράση που προέρχονται κυρίως από την βιωματική εμπειρία μου της τελευταίας 30ετίας η οποία ήταν και η περίοδος ποιμαντορίας του μακαριστού Μητροπολίτη.
Η δική μας κριτική εστιάζεται κυρίως στις ‘άκομψες’ πολιτικές «παρεμβάσεις» του Μητροπολίτη σε καθημερινές αλλά και σε κρίσιμες ιστορικά στιγμές
Ως άνθρωποι και ως κεφαλλονίτες εκφράσαμε τη λύπη μας για την απώλεια του θρησκευτικού ποιμένα της τοπικής ορθόδοξης εκκλησίας και ευχόμαστε -όπως και για κάθε άνθρωπο- καλό κατευόδιο στο αιώνιο ταξίδι του. Άλλο όμως η ανθρώπινη διάσταση του γεγονότος και άλλο η πολιτική κριτική στην οποία υπόκεινται όλα τα πρόσωπα της δημόσιου βίου. Το λέμε αυτό γιατί αυτή η κριτική μας είναι ίσως σε αντίθετη κατεύθυνση από τα επαινετικά σχόλια που γράφτηκαν για την δημόσια εν γένει δράση του τοπικού Ιεράρχη.
Ο Μητροπολίτης Σπυρίδων έφυγε πλήρης ημερών και είχε όντως πολυσχιδή δράση στα 30 χρόνια της ποιμαντορίας του. Οι πρωτοβουλίες που ανέπτυξε για το συμφέρον της τοπικής εκκλησίας, σύμφωνα πάντα με τη δική του αντίληψη, έχουν σχολιαστεί κατά καιρούς ποικιλοτρόπως από τα τοπικά ΜΜΕ. Επειδή όμως άσκησε δημόσια εξουσία (ας μην ξεχνάμε ότι η εκκλησία και κάθε Μητρόπολη είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου) υπόκειται και αυτός στην κρίση του λαού και κυρίως της ιστορίας η οποία δεν αρκείται μόνο στη γνωστή ρήση ο «τεθνεώς δεδικαίωται».
Σε σχέση επομένως με τα δημόσια καθήκοντα του υπάρχουν ορισμένα μελανά σημεία. Δεν θα κρίνουμε την διοικητική και διαχειριστική του ικανότητα ως προϊσταμένου των εκκλησιαστικών υπηρεσιών και του τοπικού κλήρου. Η δική μας κριτική εστιάζεται κυρίως στις ‘άκομψες’ πολιτικές «παρεμβάσεις» του Μητροπολίτη σε καθημερινές αλλά και σε κρίσιμες ιστορικά στιγμές, με κορυφαίο παράδειγμα την συμπόρευσή του με την σκληροπυρηνική πλευρά της ιεραρχίας, όταν, επί αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, σοβούσε η κρίση για την εκκλησιαστική περιουσία, λόγω της νομοθεσίας που είχε περάσει ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης ως υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων.
Αλλά και αργότερα στην δεκαετία του 90 με τη στάση του στο περίφημο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Και ακόμα σε διάφορες περιστάσεις για θέματα τοπικού χαρακτήρα (μεροληπτική στάση σε πρωθυπουργικές επισκέψεις στην Κεφαλονιά, αποδοκιμασία εορταστικών λόγων με αφορμή εθνικές επετείους κλπ) για τα οποία σημειωτέον έχουμε δημόσια εκφραστεί την εποχή ακριβώς που αυτά συνέβαιναν ( βλέπε δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο).
Πάντως ανεξάρτητα από τη δική μας, ή οποιαδήποτε άλλη ταπεινή και αμελητέα κριτική, εκείνο που έχει σημασία για τον εκλιπόντα ιεράρχη είναι η αδέκαστη κρίση της ιστορίας που γίνεται πάντα στον κατάλληλο χρόνο.
Ωστόσο, οι παραπάνω σκέψεις εκφράστηκαν γιατί έχουν κάποια χρησιμότητα αν συνδυαστούν με τα παρακάτω δύο σημαντικά ζητήματα :
Το πρώτο είναι ότι με αφορμή την αναμενόμενη αλλαγή στην ηγεσία της τοπικής εκκλησίας, όλοι όσοι, δεκαετίες ώρα, υποστηρίζουν τον εκδημοκρατισμό αλλά χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, θα πρέπει να συμβάλλουν ώστε να προκληθεί μια δημόσια συζήτηση για το θέμα αυτό και ιδιαίτερα για την εκκλησιαστική περιουσία, όπου θα συζητηθούν και άλλες άγνωστες λεπτομέρειες από την κεντρική και τοπική πολιτική σκηνή.
Το δεύτερο είναι ότι με βάση τα διδάγματα από τη δράση και το έργο του εκλιπόντος, ο νέος Μητροπολίτης (η εκλογή του οποίου θα έπρεπε να γίνεται με δημοκρατικό τρόπο) οφείλει να είναι ανοικτός, προοδευτικός αλλά κυρίως προσεκτικός σε σχέση με τα παραπάνω ευαίσθητα πολιτικά θέματα (και όχι μόνον με τα καθαρώς εκκλησιαστικά). Διότι στην Κεφαλονιά και στα Εφτάνησα όπως γνωρίζουν οι παλιότεροι, έχουν υπάρξει και έχουν «διδάξει» με τη στάση τους τέτοιες αξιόλογες εκκλησιαστικές προσωπικότητες. (Ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε την ομιλία του Α. Τρίτση στην ενθρόνιση του μακαριστού Σπυρίδωνα)
Ας ευχηθούμε λοιπόν, στους μήνες και στα χρόνια που έρχονται, να γίνει πραγματικότητα αυτή η προοδευτική αλλαγή στις σχέση πολιτείας και εκκλησίας προς όφελος και των δύο και κυρίως προς όφελος της ανεξιθρησκίας, της ελευθερίας του λόγου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γενικότερα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.