Στις 8 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε στην μεγάλη αίθουσα συνελεύσεων και εκδηλώσεων της Ελληνικής Κοινότητα Μείζονος Μόντρεαλ εκδήλωση-διάλεξη για τους σύγχρονους έλληνες βραβευμένους ποιητές, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο. Την εκδήλωση διοργάνωσε και παρουσίασε, ο καθηγητής Δρ. Νίκος Μεταλληνός, Γραμματέας Πολιτιστικών Υποθέσεων της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ. Μετά τις ομιλίες του κ. Μανωλάτου ακούστηκε μουσική από μελοποιημένα ποιήματα των τριών ποιητών και απαγγέλθηκαν ποιήματά τους. Τις απαγγελίες των ποιημάτων έκανε η ομάδα του Θεατρικού Τμήματος, Τάσος Φραγκιάς (επικεφαλής της ομάδας) Μαρίνα Χατζηδάκη, Γεωργία Τζέικομπ, Νίκος Σπαθής και Μανώλης Μανωλάτος.
Η εφημερίδα μας παρουσίασε σε προηγούμενα φύλα, τις ομιλίες του κ. Μανωλάτου για τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σήμερα, δημοσιεύουμε την ομιλία για τον Γιάννη Ρίτσο.
Γ΄ Γιάννης Ρίτσος
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, — εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος Κορυφαίος έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Άνηκε στο ΚΚΕ όπου ήταν ενεργό μέλος.
Τεράστιο σε ποσότητα και πολύ σημαντικό σε ποιότητα είναι το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.
Ο Ρίτσος που νόσησε από φυματίωση ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Ο Ρίτσος, στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του.
Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην ΕΔΑ.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, εξορίστηκε και πάλι, στη Γυάρο, αρχικά, και κατόπιν, στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας, στη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος, έγινε πολύ γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Ρωμιοσύνη
Όταν σφίγγουν το χέρι, ὁ ήλιος είναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένεια τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Νεανικά χρόνια
Ὁ πατέρας του ήταν κτηματίας, αλλά έχασε την περιουσία του και πολύ νωρίς ὁ ποιητής δυστύχησε οικονομικά.
.Η ζωή του Ρίτσου, κατά την παιδική του ηλικία, στη Μονεμβασία, ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια. Ο Ρίτσος, από τη μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του, του υποστηρίζει απόλυτα αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα, τον γράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος, στη γωνία, τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
«Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας του αριθμούς.»
Ἡ ζωή του ποιητή υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Σίγουρα όλη αυτή ἡ ένταση, επηρέασε την ποίησή του.
Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να γράφει στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων».
Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα τῆς «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες εργάστηκε ως χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο (1930) αφού φοίτησε στη σχολή Μοριάνοφ. Επίσης, ὁ Ρίτσος ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική.
Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις, είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Οι εφημερίδες, δημοσίευσαν φωτογραφία που αποτυπώνεται η σορός του δολοφονημένου Τάσου Τούση, με τη μητέρα του να σπαράζει από πάνω του. Η φωτογραφία ενέπνευσε τον ποιητή. Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο «Ριζοσπάστης», στις 12 Μάη του 1936, τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:
Ο Επιτάφιος Η εικόνα που ενέπνευσε τον ποιητή
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
…………………..
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν, μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ι. Μεταξά, στις 4 Αυγούστου 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Το 1937 εκδόθηκε «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1954 ὁ Ρίτσος παντρεύεται με τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι μία ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Για τη γέννηση της κόρης του Έρης, γράφει το
Πρωινό Άστρο 1955.
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω Κοιμήσου,
τα φαναράκια των κρίνων Να μεγαλώσεις γρήγορα
να σου φέγγουν τον ύπνο σου. Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς, μακρύς ο δρόμος.
Το 1956 τιμήθηκε με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγράφεις και νομπελίστες. Δεν το έδωσαν. Οι λόγοι είναι αυτονόητοι. Η πολιτική του δραστηριότητα.
Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διακρίθηκε όμως και με πολλά ξένα βραβεία. «Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης» Βέλγιο 1972, διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ» Βουλγαρία 1975, μέγα βραβείο ποίησης «Αλφρὲ ντε Βινύ» Γαλλία 1975, διεθνές βραβείο «Αἴτνα-Ταορμίνα» Ιταλία 1976, «βραβείο Λένιν για την ειρήνη» ΕΣΣΔ 1977, διεθνές βραβείο «Μποντέλο» (1978).
Ποιος είναι λοιπόν ὁ Ρίτσος; Ὁ βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ὁ «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ὁ αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ᾿ ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ὁ ερωτικός, που σκιρτά σ᾿ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ὁ ασκητής που «απωθεί» και «θολώνεται»; Ή μήπως ὁ φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο;
Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ὁ ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
Ὁ Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήρθε σ᾿ όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύτηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μεγαλύτερες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.
Ρωμιοσύνη
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.