(Το κείμενο γράφτηκε από τον Ηλία Τουμασάτο με αφορμή την έκθεση μου “Ζωγραφικές Εξεικονίσεις και μυθικά περιδέραια” στην Σύγχρονη Πινακοθήκη “Villa Ροδόπη” στο Αργοστόλι, το 2005 και διαβάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσης (15-7-2005). Δέκα χρόνια μετά το ανέκδοτο αυτό κείμενο είναι λίαν επίκαιρο και ουσιαστικό σαν εισαγωγή στην επικείμενη νέα έκθεση μου με τίτλο ΛΙΘΟΚΟΛΛΑΖ που θα εγκαινιαστεί στις 22 Ιουλίου 2015!
Εγκάρδια, Κώστας Ευαγγελάτος).
Προτού ξεκινήσουμε αυτή τη μικρή εισαγωγή στην «διπλή» φετινή έκθεση του Κώστα Ευαγγελάτου, που φέρει τους τίτλους «Ζωγραφικές εξεικονίσεις» και «μυθικά περιδέραια», και επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, οφείλω να σας εξομολογηθώ την αντικειμενική αδυναμία μου να προσεγγίσω αυτή την έκθεση με την «επιστημονική» ματιά ενός κριτικού. Θα αρκεστώ λοιπόν στο ρόλο του θεατή. Και, επειδή μόλις μίλησα για ρόλο και για θεατή, θα μεταχειριστώ, για να παίξω καλά αυτόν το ρόλο, τις μικρές μου θεατρολογικές αποσκευές.
Η Κατερίνα Κακούρη, σπουδαία ανθρωπολόγος του θεάτρου, που έμεινε άγνωστη πέρα από το στενό κύκλο της επιστήμης της, στο κορυφαίο της έργο «Προαισθητικές μορφές θεάτρου» μιλούσε για ένα χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων, το «θεατρικό ορμέμφυτο» – τον βασικό υπαίτιο για την γέννηση και ανάπτυξη όλων των μορφών της τέχνης – που χωρίς αυτό δεν θα είχε ίσως αυτή η τελευταία λόγο ύπαρξης. Και εξειδίκευε λέγοντας ότι αυτό το ανθρώπινο ένστικτο αποτελείται από τέσσερα επιμέρους στοιχεία: Τη φαντασία, τη μίμηση, το θέαμα και τη μεταμόρφωση.
Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας αυτές τις τέσσερις λέξεις (φαντασία, μίμηση, θέαμα και μεταμόρφωση) και ας φανταστούμε (ήδη ξοδέψαμε την πρώτη μας λέξη) αυτήν εδώ την έκθεση σαν μια θεατρική παράσταση. Μια παράσταση με δύο πράξεις, με τη διαφορά ότι και οι δύο αυτές πράξεις εκτυλίσσονται ταυτόχρονα μπροστά μας. Ας θυμηθούμε την ισπανική «φιέστα ντε λος κάρρος», ένα είδος θεατρικής παράστασης, οι διάφορες πράξεις της οποίας παίζονταν ταυτόχρονα πάνω σε άμαξες που μετακινούνταν, και το κοινό ακίνητο έβλεπε μία μία πράξη κυριολεκτικά να έρχεται μετά την άλλη, να περνάει από μπροστά του. Στην αποψινή μας συνάντηση δεν είναι οι σκηνές – οι εικόνες, που μετακινούνται. Είμαστε εμείς, οι θεατές, που περιπλανιόμαστε από τοίχο σε τοίχο, από γωνιά σε γωνιά, που κοιτάμε, αισθανόμαστε και φεύγουμε.
Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη «φαντασία» από τον ορισμό της Κατερίνας Κακούρη. Ας παίξουμε τώρα με τη λέξη «μίμηση». Όχι απαραιτήτως «πράξεως σπουδαίας και τελείας» όπως θα μας υπαγόρευε ο Αριστοτέλης. Στην παράστασή μας έχουμε, πέρα από τις εικόνες – σύμβολα και κάποια υλικά – απτά αντικείμενα. Κι επειδή ο Τσέχωφ έλεγε ότι ένα όπλο για να υπάρχει πάνω στη σκηνή σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα εκπυρσοκροτήσει, ας ασχοληθούμε με τα υλικά αυτά αντικείμενα, πριν έρθει η μοιραία εκείνη στιγμή.
Πρόκειται για τα μυθικά περιδέραια, που μέσα στη φαντασία του Κώστα Ευαγγελάτου, πλάστηκαν στην Κολχίδα, ή αλλιώς Αία, από τον μυθικό Ιάσονα, με υλικά πέτρες, βότσαλα και αχιβάδες. Νάτη η μίμησις πράξεως. Να και τα πρωτόγονα, ακατέργαστα υλικά, δεμένα μεταξύ τους με το νήμα του μύθου – τον μίτο που θα οδηγήσει τη διαδρομή μας μέσα σε αυτή την έκθεση.
Ερωτευμένοι η Μήδεια και ο Ιάσων και σύμμαχοι στην επίτευξη του σκοπού της Αργοναυτικής Εκστρατείας, θα φτιάξουν τα κοσμήματά τους μαζί. Για τη Μήδεια, που ζει σε μια χώρα που λέγεται Αία (Γη), το ποθητό και το μελλούμενο είναι το υγρό στοιχείο: Η λύτρωση που προέρχεται από τη θάλασσα, τα υγρά μαγικά φίλτρα και οι αλοιφές που κοιμίζουν ή σκοτώνουν το δράκο και σώζουν τον Ιάσονα, το σπέρμα του αγαπημένου της που θα της χαρίσει αργότερα τα παιδιά της, το αίμα στο οποίο θα πνίξει κάποτε τα παιδιά της, την ευτυχία της και τον πολιτισμένο κόσμο του αγαπημένου της. Η Μήδεια ξεκινά από έναν κόσμο όλο στεριά και πορεύεται σ’ έναν κόσμο γεμάτο υγρά. Πρέπει να πάρει μαζί της κάτι από την Αία, κάτι στερεό. Και διαλέγει τις πέτρες και τα κοχύλια – υλικά αντικείμενα, στερεά, ωστόσο βαφτισμένα στο αλμυρό νερό. Ο Ιάσων και η Μήδεια παντρεύουν το παρόν και το μέλλον τους με τα μυθικά περιδέραια. Γίνονται οι δύο σάρκα μία, και όπως λέει ο Ευριπίδης (Μήδεια, στίχ. 410 επ.)
Άνω ποταμών ιερών χωρούσι παγαί
Και δίκα και πάντα πάλιν στρέφεται
(Των ιερών ποταμών τα ρεύματα άνω προχωρούν
Το δίκαιο, τα σύμπαντα, όλα αναστρέφονται)
(Μφρ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης)
Η Μήδεια θα προδώσει τα πάντα για χάρη του Ιάσονα – θα προδοθεί από εκείνον και θα τον εκδικηθεί με το ίδιο πάθος του έρωτά τους. Θα σφάξει τα παιδιά τους, από αγάπη, και θα αναληφθεί σε ένα πύρινο άρμα – ούτε στεριά, ούτε θάλασσα. Τα μυθικά της περιδέραια θα μείνουν ανέπαφα, μαρτύρια όλου εκείνου του ταξιδιού. Τι θ’ απογίνουν; Αν πιστέψουμε την εκδοχή του Νεόφρονα, ενός τραγικού από τα 120 έργα του οποίου δεν μας σώθηκαν παρά ελάχιστοι στίχοι, ο Ιάσων, απελπισμένος για τον κόσμο του που έχασε, απαγχονίζεται. Και ποιος βρόγχος θα ήταν ιδανικότερος για μια τέτοια πράξη από τα περιδέραια του έρωτα; Αλλά και ποιος θα μπορούσε να επιφυλάξει μια τέτοια τύχη σε κάτι που γέννησε ένα τόσο μεγάλο πάθος;
Ας απομακρυνθούμε από το θεσπέσιο – κατά Νεόφρονα – πτώμα του Ιάσονα κι ας μιλήσουμε και πάλι για την Αία, την πατρίδα της Μήδειας, που μια εκδοχή του μύθου την ήθελε να βρίσκεται κάπου στη Δύση – κοντά στον κήπο των Εσπερίδων. Ο Κώστας Ευαγγελάτος στρέφει το βλέμμα του προς τη Δύση και το φως: Στο νησί της Κεφαλονιάς, και σε μια παραλία που κοιτάει στη Δύση: Το Μύρτο.
Εκεί, στην παραλία του Μύρτου ξαναβρίσκουμε τα μυθικά περιδέραια. Εκεί είναι που μια περίεργη τελετουργία ξεκινά. Ο καλλιτέχνης και άλλοι άντρες τα φορούν και οι σκιές τους, ανακατεμένες με τις σκιές των πρωτόγονων κοσμημάτων αντανακλούν στα απόκρημνα βράχια. Τα είδωλά τους αποτυπώνονται στον ψηφιακό φακό – τα κύματα την ίδια ώρα τους χτυπούν κι εκείνοι μάταια προσπαθούν να ακούσουν μέσα από τα κοχύλια την Ιστορία που εμείς ξέρουμε κι αυτοί δεν γνωρίζουν: Τα περιδέραια ήρθαν από την Αία, και είναι του Ιάσονα και της Μήδειας. Στέκουν ακίνητοι. Οι σκιές τους χαιρετούν, κάπου κάπου τα κύματα του Μύρτου τους καλύπτουν. Η Μήδεια τους κοιτά από κάπου εκεί ψηλά και ανταρεύει τη θάλασσα. Ο Ιάσονας είναι ζωντανός, κρυμμένος, σκιά κι αυτός ανάμεσα στις άλλες σκιές.
Όσο οι άντρες μάταια παλεύουν ν’ ακούσουν την ιστορία των κοχυλιών, εμείς ας ασχοληθούμε με τις δύο λέξεις που μας απέμειναν από τον αρχικό μας ορισμό. Η τρίτη λέξη είναι, λοιπόν, «θέαμα».
Το θέαμα είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μας – ή αυτό που εμείς φαινόμαστε μπροστά στα μάτια των άλλων. Αυτό που βλέπουν τα μάτια μας, γύρω και πέρα από τα περιδέραια και τις ψηφιακές εικόνες, είναι μάτια, πολλά ζευγάρια μάτια – αυτά που μας κοιτούν απ’ όλες τις γωνιές της αίθουσας. Πρόσωπα ανδρικά και γυναικεία με βλέμματα σπινθηροβόλα – πρέπει να ψάξει κανείς πολύ μέσα στο χάος των πόλεων και την ερημιά της επαρχίας για να εντοπίσει τέτοια βλέμματα. Εξεικονίσεις ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Βλέμματα που άλλοτε προσπαθούν να μην συναντήσουν τα δικά μας κι άλλοτε δείχνουν να το επιζητούν απεγνωσμένα. Φιγούρες νεανικές, που αποτυπώνουν την ψυχική ηλικία, αυτή που όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένει πάντα νεανική. Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος νοσταλγεί την εποχή της ενηλικίωσης – την ίδια που προσδοκά κι ένα μικρό παιδί. Κι οι δύο λαχταρούν το ίδιο, μόνο που ο πρώτος το έχει δοκιμάσει – μόνο που τότε δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Επειδή η θεατρική μας αυτή παράσταση αποδεικνύεται ότι έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, θα σας συμβούλευα να διαβάσετε τους πίνακες ακολουθώντας τους κανόνες ενός ανώδυνου πλην ελαφρώς σατανικού παιχνιδιού. Σταθείτε μπροστά σε κάποιον ή κάποια από τις εξεικονίσεις και παίξτε μαζί τους και ερήμην τους εκείνο το σχεδόν διαστροφικό παιχνίδι που όλοι έχουμε παίξει εις βάρος κάποιου συνανθρώπου μας στο μετρό ή κάποιο άλλο πολυσύχναστο μέρος. Εκείνο το παιχνίδι, στο οποίο προσπαθούμε να κλέψουμε από το πρόσωπο και τη γλώσσα του σώματός του κομμάτια από τη ζωή του… Πώς τον λένε; Πώς τη λένε; Από πού είναι; Τι δουλειά κάνει; Πού πάει; Έχει παιδιά; Τι θα του συμβεί αύριο το πρωί; Πότε έκλαψε τελευταία φορά; Πώς θα είναι μετά από είκοσι χρόνια;
Ας μην προσδοκάτε όμως ότι το παιχνίδι αυτό θα έχει πάντα αίσια λήξη. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο τεχνοκριτικός και Ιστορικός Νίκος Μοσχονάς στην ομώνυμη καλαίσθητη έκδοση των «Εξεικονίσεων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους», οι μορφές των εξεικονίσεων εμφανίζουν άλλοτε μια διάθεση να εξωτερικεύσουν τον εντός τους κόσμο, κι άλλοτε μια ναρκισσιστική εσωστρέφεια (που ουσιαστικά σημαίνει τον ίδιο – απλά περιμένουν από μας να ανακαλύψουμε αυτόν τον ίδιο κόσμο που αυτοί λατρεύουν). Και δήθεν υψώνουν ένα αόρατο τείχος που επιχειρεί να μας απαγορεύσει την είσοδο, απλώς επειδή παίζουν κι αυτές μαζί μας.
Αλίμονο όμως, το φως του Ιονίου από τη διπλανή σκηνή κι η μαγική δύναμη της Μήδειας, ανεξίτηλα ζωγραφισμένη πάνω στα κοχύλια, είναι τόσο ισχυρά που ξεπερνούν κάθε ερμητική ή επίπλαστη άρνηση. Το φως δεν φωτίζει μόνο τα πρόσωπά τους – και τα μάγια δεν ξορκίζουν μόνο το αόρατο τείχος. Και τα δυο μαζί καταφέρνουν να αναδείξουν κάτι που κάνει το σαρδόνιο παιχνίδι μας ακόμη πιο επιτυχημένο: Κι αυτό είναι οι γραμμές κάτω από τα μάτια των εξεικονιζομένων. Αν θες να διαβάσεις κάποιον, ακολούθησε τις γραμμές κάτω από τα μάτια του.
Έτσι, όλοι οι νέοι, σιωπηλοί ή εύγλωττοι ή και τα δύο, συμπληρώνουν την αρμονία της αυτοσχέδιας αποψινής μας παράστασης παίρνοντας σιγά σιγά το ρόλο του χορού: Ενός χορού πρωταγωνιστικού, σαν εκείνους του Αισχύλου ή των καιρών του διθύραμβου. Ενός χορού που λέει πολλά και πράττει πολλά. Ενός χορού που το άσμα του μπορείς να το ακούσεις μονάχα αν κοιτάξεις το χορευτή στα μάτια.
Και τότε είναι που κατορθώνεται η, κατά την Κατερίνα Κακούρη, τέταρτη προϋπόθεση του θεατρικού ορμεμφύτου του ανθρώπου. Η μεταμόρφωση. Τότε είναι που καταλαβαίνουμε πως απόψε (και ίσως όχι μονάχα απόψε) βρεθήκαμε (και ίσως θα ξαναβρεθούμε) σε μια αλλιώτικη φιέστα ντε λος κάρος. Μόνο που οι ακίνητοι πίνακες, οι εξεικονίσεις, οι ψηφιακές εικόνες, τα μυθικά περιδέραια, δεν είναι οι ηθοποιοί. Εκείνοι είναι οι θεατές. Και ηθοποιοί είμαστε εμείς, που περνάμε από μπροστά τους και παίζουμε την επόμενη σκηνή. Και καθώς προχωράμε στη διπλανή εικόνα καταλαβαίνουμε ότι κι οι δυο μας, ηθοποιός και θεατής, κρατάμε στα χέρια μας από έναν καθρέφτη. Και, μέσα από τα βλέμματά μας ουσιαστικά ανταλλάσσουμε και δεκάδες χιλιάδες διαδοχικά καθρεφτίσματα.
Ο Κώστας Ευαγγελάτος, γνώστης και επιδέξιος χειριστής των κωδίκων αυτού που λέμε “performance” δημιούργησε αυτή τη διπολική έκθεση χωρίς να διακινδυνεύσει να διχάσει την προσοχή μας. Οικοδόμησε το μικρό του σύμπαν, την μικρή του σκηνή, με θεμέλια πρωτόγονα και αρχετυπικά. Μας ψιθύρισε στ’ αυτιά δεκάδες εσωτερικούς μονολόγους – ιστορίες για πάντα νέων αγοριών και κοριτσιών – αιώνιων δεκαεφτάρηδων, και με πινελιές από τις παλιότερες δουλειές του, αρμονικά ενταγμένες στο σύνολο της έκθεσης, επιχειρεί να μας οδηγήσει εκεί που όλοι λαχταράμε να πορευτούμε.
Πού είναι αυτό; Όταν βρίσκεσαι στο Μύρτο, ξυπόλητος, και κοιτάς προς τα πάνω, προς τα βουνά της Ερίσου και της Πυλάρου, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, μα αυτό δεν σε πειράζει. Γιατί κάπου στις σπηλιές είναι δεμένο το καραβάκι και σε περιμένει για να φύγετε, και ξέρεις ότι τα διόδια στις συμπληγάδες πέτρες έχουν απεργία διαρκείας, κι εσύ έχεις μάτια καθαρά, σαν να τα έχει πλύνει αυγουστιάτικη βροχή από τη σκόνη, και ξέρεις και κάτι άλλο ακόμη: Ότι στο αμπάρι του καραβιού είναι κρυμμένο το χρυσόμαλλο δέρας.
Ποιο είναι το χρυσόμαλλο δέρας; Μα, αυτό που η Κατερίνα Κακούρη όρισε ως το «θεατρικό ορμέμφυτο».Το ένστικτο, που, χωρίς να είναι το «βασικό», σε κάνει να χαίρεσαι τη ζωή μέσα από την τέχνη. Το ένστικτο της μεταμόρφωσης, της μίμησης, του θεάματος, και, πάνω απ’ όλα, της φαντασίας.
Ηλίας Τουμασάτος
Δρ. Ιστορίας της Λογοτεχνίας, εκπαιδευτικός.