Κάλαντα. Ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, που ψάλλουν τα παιδιά (ενίοτε και οι μεγάλοι) κατά τις παραμονές μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνεια (5 Ιανουαρίου).
Ετυμολογικά, η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική calendae (καλένδες στα ελληνικά), που σημαίνει τις πρώτες ημέρες κάθε μήνα. Ειδικά, οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν μέρες γιορτής για τους Ρωμαίους, λόγω της έλευσης του νέου χρόνου. Τα Κάλαντα έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης και είχαν κοσμικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευε ή απέτρεπε αυτό το έθιμο ως ειδωλολατρικό και το είχε καταδικάσει με απόφαση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο των Καλάντων αποκαλούνταν «Μηναγύρτες». Με την πάροδο του χρόνου τα Κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι καλαντιστές γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν:
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…
Στη συνέχεια διηγούνται τα περιστατικά της Γεννήσεως, τελειώνοντας με ευχές και επαίνους για το νοικοκύρη, την κυρά και τους άξιους βλαστούς του σπιτιού. Φυσικά, οι καλαντιστές δεν ξεχνούν να ζητήσουν και την αμοιβή τους, είτε σε είδος, είτε σε «ρευστό» στις μέρες μας, με συχνά αυτοσχέδιους στίχους όπως: «Δώστε κι εμάς τον κόπο μας να είναι ο ορισμός σας». Αν το φιλοδώρημα είναι πενιχρό ή δεν δοθεί καθόλου, οι καλαντιστές σκαρώνουν κάποιες φορές σκωπτικά ή αποδοκιμαστικά δίστιχα για τον νοικοκύρη.
Ας πάρουμε μια γεύση από τα δικά μας έθιμα και κάλαντα της παραμονής Χριστουγέννων.