Τα πανηγύρια των παιδικών μας χρόνων τα θυμόμαστε με όλες μας τις αισθήσεις: Η όρασή μας αποτυπώνει όλα εκείνα τα θαυμαστά για τα ανήξερα μάτια μας – τον κόσμο που συρρέει στην εκκλησιά, τους επιτρόπους που τρέχουν να προλάβουν να δώσουν τις λαμπάδες, να συντονίσουν τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα και τα μανουάλια, να βγάλουν το δίσκο, τα αυτοκίνητα που αστράφτοντας και αγκομαχώντας κατηφορίζουν το χωματόδρομο. Η αφή μας κάνει να θυμόμαστε τις χειραψίες των γνωστών, τα τσιμπήματα από τα κοφίνια με τους άρτους που κουβαλάμε από το σπίτι, την υφή των κεριών, τον ιδρώτα που σκουπίζουμε από το κεφάλι μας τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Η ακοή μας γεμίζει με τις ψαλμωδίες, το γλυκό βουητό και τις χαιρετούρες των ανθρώπων μετά τη λειτουργία, τους ήχους από τα βιολιά και τα βήματα που χορεύουν το διβαράτικο. Η όσφρηση γεμίζει από χιλιάδες αρώματα – ο βασιλικός που γίνεται ματσάκια, τα λουλούδια πάνω στους άρτους, το λιβάνι, οι κολώνιες των κυριών, το μεθυστικό λιβάνι από το θυμιατό του παπά, τα φαγητά που έχουν στηθεί απ’ έξω, στο προαύλιο, όλα μαγειρεμένα στα σπίτια, το καθένα με τη δικιά του, ξεχωριστή μυρωδιά, που κουβαλάει την ιστορία του σπιτιού που το πρόσφερε. Και οι γεύσεις είναι χιλιάδες, από τα φαγητά, τον άρτο (από τον οποίο πάντα τρώμε πρώτα το ζαχαρωμένο κομμάτι), την κοινωνιά, το αντίδωρο, τις μάντολες, το στάρι και τις σταφίδες από το πανηγύρι.
Κι έπειτα όλες αυτές οι αισθήσεις κλείνονται σε μία, την όραση, για να γίνουν αναμνήσεις. Φωτογραφίες μπροστά στην εκκλησιά, όλοι με τα καλά τους, ή στο χορό, ή στο τραπέζι. Σαν κι αυτές που μας χαρίζει η Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη στο βιβλίο της «Ιερά Μονή Παναγίας Ανατολικού – Μια περιήγηση στο μοναστήρι του Αντελικού», που κυκλοφόρησε το 2007, άλλη μια συμβολή της συγγραφέως στη διάσωση της συλλογικής μνήμης της πυλαρινής κοινωνίας, η πέμπτη στη σειρά. Δυο χρόνια μετά τους «Αμαξάδες και Φορτάκηδες», η Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη μας βάζει σ’ ένα από τα αμάξια που παρουσίασε στο προηγούμενο βιβλίο της και μας παίρνει μαζί της μια βόλτα σ’ έναν αγαπημένο τόπο για τους πυλαρινούς, με πολύ σημαντικό ιστορικό παρελθόν: Την Ιερά Μονή Παναγίας Ανατολικού, ή, κατά τους πυλαρινούς, την μονή του «Αντελικού», που βρίσκεται 7 μόλις χιλιόμετρα από την Αγία Ευφημία, αλλά σε απόσταση αναπνοής από την απεραντοσύνη της θρησκευτικής κατάνυξης, αλλά και της γαλήνης και βαθιάς εσωτερικότητας στην οποία σε υποβάλλει το τοπίο.
Η συγγραφέας έχει τον δικό της τρόπο να μας χαρίζει σταγόνες από πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την ιστορία του Ναού, προερχόμενες από αρχειακές πηγές, συνδυασμένες με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το παρελθόν και το παρόν του πανηγυριού, αλλά και λαογραφικά στοιχεία και λεπτομέρειες της μικροϊστορίας που χρωματίζουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο αυτή την περιήγηση. Όλα αυτά διανθισμένα, σαν το βασιλικό στους άρτους, με το προσωπικό συναίσθημα του ανθρώπου που δεν βλέπει αποστασιοποιημένα και με το αναγκαστικά ψυχρό βλέμμα της επιστημονικής προσέγγισης τα γεγονότα, αλλά έχει βιώσει από παιδάκι τη μυσταγωγία και την κατάνυξη του πανηγυριού του δεκαπενταύγουστου, έχει συμμετάσχει ενεργά σχεδόν σε ολόκληρη τη ζωή του στα τελετουργικά αλλά και τα διαδικαστικά του πανηγυριού, έχει χαρεί μαζί με τους συγχωριανούς κι έχει πονέσει γι’ αυτόν το ναό. Δεν μπορεί λοιπόν να βγάλει το συναίσθημα από αυτήν την περιγραφή, που μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πιο οικεία, πιο κοντινή.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι πολύτιμο για την επιστημονική έρευνα να έχει στη διάθεσή της καταγραφές τέτοιων βιωματικών μαρτυριών, να μπορεί να προσεγγίσει την τοπική κοινωνία, ως χώρο, ανθρωποσύνολο αλλά και ως θρησκευτική κοινότητα με τη ματιά ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τα γεγονότα και τις καταστάσεις από μέσα. Όταν διαβάζω τα βιβλία της κυρίας Μουστάκη σκέφτομαι ότι πετυχαίνουν να βγάλουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο από τη δύσκολη θέση όλους όσοι πρόκειται να μελετήσουν τα ζητήματα με τρόπο αυστηρά επιστημονικό, στα πλαίσια επιστημών όπως η κοινωνική ανθρωπολογία ή η εθνολογία. Πολλές φορές, όταν ο ίδιος ο επιστήμονας μεταβαίνει σε έναν τόπο για να καταγράψει ένα έθιμο ή μια ανθρώπινη συμπεριφορά αντιμετωπίζει τον εξής κίνδυνο: Η παρουσία του να κάνει τους ανθρώπους να είναι λιγότερο αυθεντικοί, να φέρονται διαφορετικά απ’ ό,τι θα φέρονταν αν αυτός ο ξένος δεν ήταν εκεί. Εδώ έχουμε την ευκαιρία ένας άνθρωπος που έχει ζήσει τα πράγματα όπως έχουν, και ταυτόχρονα έχει συναίσθημα, ευαισθησία και ικανότητα να μας μεταφέρει το προσωπικό του βίωμα με αυθεντικό τρόπο, να μας προσφέρει τις πληροφορίες, χωρίς οι άνθρωποι γύρω του να αισθάνονται την ανάγκη να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, να φανούν διαφορετικοί. Έχουμε λοιπόν μια μαρτυρία αυθεντική, και γι’ αυτό πολύτιμη, μια καταγραφή μιας γυναίκας που δεν χρειάζεται να μελετήσει για να κατανοήσει τον τόπο και τους ανθρώπους του πριν τους περιγράψει, γιατί τους έχει ζήσει από μικρό παιδάκι, γιατί και εκείνη είναι ένας απ’ αυτούς, γιατί ο κόσμος που μάς μεταφέρει είναι στην πραγματικότητα ένα κομμάτι από τον δικό μας κόσμο.
Τα στοιχεία που προέρχονται από τις αρχειακές πηγές (κρυμμένες στο «κατζέλο του κομού» όπως χαρακτηριστικά λέει η συγγραφέας) είναι σε θέση να δώσουν, επεξεργασμένα στη συνέχεια από τους ιστορικούς, πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική ιστορία του τόπου, αυτή της καθημερινότητας των ανθρώπων, που χάνεται πολύ εύκολα γιατί δεν συνδέεται με μεγάλες μάχες και αίμα. Ωστόσο, είναι μια ιστορία που έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από αυτά που χαρακτηρίζουμε «ιστορικά γεγονότα». Οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες θα μπορούσαν να είχαν τραβηχτεί, με αλλιώτικους ανθρώπους αλλιώτικα ντυμένους και δεκαετίες, ίσως και εκατονταετίες πριν… Οι συνήθειες των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνες που συνδέονται με το πιο ισχυρό συλλογικό συναίσθημα, το θρησκευτικό, δεν μεταβάλλονται εύκολα. Ένας ταξιδιώτης το 19ου αιώνα που θα ζωγράφιζε μια γκραβούρα στο πανηγύρι του Αντελικού, θα έβλεπε και θα αποτύπωνε με το πενάκι του ανθρώπους να κόβουν άρτους, να μοιράζουν βασιλικούς και πανηγύρι. Κι αν άκουγε τα ονόματά τους, ίσως θα είχαν και τα ίδια ονόματα με τους πυλαρινούς που θα πάνε στο πανηγύρι το φετινό Δεκαπενταύγουστο. Θα ήταν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες τους… Με τον ίδιο τρόπο, κι ένας ταξιδιώτης στο μέλλον, θα φωτογραφίσει με ψηφιακή κάμερα, ή ποιος ξέρει με ποιον άλλο προηγμένο τρόπο, τα παιδιά και τα εγγόνια των σημερινών Πυλαρινών.
Από τα κατάστιχα των προηγούμενων αιώνων, ως τις ξένοιαστες πόζες των πυλαρινών και των ρισιάνων στα πρόσφατα χρόνια, από τις αιωνόβιες τοιχογραφίες της εκκλησίας, η πίστη, η κοινή κληρονομιά, η συλλογικότητα, αυτή η σύντομη ένωση που συμβαίνει μαγικά σε κάθε πανηγύρι με όλους τους χωριανούς, με όλες τις γενιές που έφυγαν και με όλες τις γενιές που θα έρθουν, αποτυπώνεται με τρόπο μαγικό μέσα στον ίδιο το ναό μ΄ ένα καραβάκι, που για χρόνια αιωρείται στο θόλο της εκκλησιάς. Σαν το καραβάκι του χρόνου, που κυλά για πάντα προς το άπειρο κουβαλώντας μαζί του όλη την ιστορία, όλο το παρελθόν και το παρόν, θυμίζοντάς μας πόσο πρόσκαιρες και πόσο παντοτινές είναι οι ζωές μας…
Ηλίας Τουμασάτος, Αύγουστος 2007