Γεια σας, με λένε…..δεν ξέρω αν έχω όνομα ακριβώς, όμως κάπως τελικά θα με λένε τελικά….το νιώθω όταν με φωνάζουν, πως απευθύνονται σε μένα. Είναι που πεινάω πολύ κάποιες φορές, οι αισθήσεις μου βρίσκονται σε επιφυλακή και καταλαβαίνω όταν κάποιος έχει την ευχαρίστηση να προσφέρει κάτι που τρώγεται, οτιδήποτε δεν έχω προτιμήσεις. Είναι και που φοβάμαι πολύ, κάποιες άλλες φορές, όταν κάποιος δεν με συμπαθεί και θέλει να με κλωτσήσει ή να μου πετάξει πέτρα. Δεν είμαι αρκετά έξυπνη. Σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνω που έφταιξα και μερικοί με μισούν τόσο. Ίσως να είμαι πολύ άσχημη, ίσως να μην μυρίζω ωραία….ίσως δεν θέλουν κάποιον κοντά τους στον ίδιο δρόμο μ΄ αυτούς…….ίσως οι δρόμοι και οι πόλεις να μην είναι καν για μένα. Δεν ξέρω κανείς δεν μου δίδαξε πώς να φέρομαι στους ανθρώπους, κανείς δεν μου δίδαξε ακριβώς τι να περιμένω από αυτούς. Κανείς δε μου δίδαξε τι περιμένουν αυτοί από μένα.
Η δική μου ιστορία, η ιστορία αυτών που είναι ή ήταν σαν εμένα, κάπως έτσι αρχίζει και κάπως έτσι τελειώνει, όπως η ιστορία που θα σας διηγηθώ παρακάτω σε πρώτο πρόσωπο, γιατί μιλά για όλους εμάς:
«Πάντα ήθελα, μια αγκαλιά ένα χάδι, μια οικογένεια να με αγαπά. Από μικρή άλλωστε αγαπούσα πολύ τους ανθρώπους κι ακόμη περισσότερο αγαπούσα τα παιδιά.Αισθανόμουν ότι αυτά ξέρουν, κοντά σε αυτά θα είμαι καλά αν και…. πολλές φορές ήθελα να ξεκουραστώ κι εκείνα δεν κουράζονταν να παίζουν μαζί μου. Άλλωστε χάρη σε ένα παιδί, απέκτησα την πρώτη μου οικογένεια. Ήμουν μικρή τότε και ζούσαμε παρέα με τα αδελφάκια μου σε ένα σπιτάκι που μας είχε φτιάξει, με πολύ κόπο, η μανούλα μας. Την αγαπούσαμε πολύ την μανούλα μας. Μας κράταγε πάντα ζεστά, καθαρά και ποτέ δεν ξεχνούσε να μας ταΐσει. Έφευγε κάθε μέρα και έλλειπε αρκετά αλλά γυρνούσε πάντα, πολλές φορές απίστευτα κουρασμένη, πολύ αργά, για να μας δώσει φαγητό. Εμείς πεινούσαμε, φοβόμασταν, κρυώναμε αλλά όταν ερχόταν εκείνη, τα ξεχνούσαμε όλα. Σε κάποιες περιπτώσεις μας άλλαζε και σπιτάκι όταν έκρινε ότι αυτό που είχαμε δεν ήταν αρκετά ασφαλές. Μας φρόντιζε πολύ, η μανούλα μας, η γλυκιά μας η μανούλα!!! Μια μέρα άργησε πολύ , μα πάρα πολύ….ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί και εκείνη δεν φάνηκε, ούτε το μεσημέρι, ούτε μετά. Η κοιλίτσα μας πονούσε, διψούσαμε και αρχίσαμε να κλαίμε. Κλαίγαμε πολλές πολλές ώρες, τα αδέλφια μου είχαν εξαντληθεί, μα εγώ συνέχισα ώσπου ήρθε αυτό το παιδάκι, με είδε και με σήκωσε ψηλά. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και ήθελα να φύγω, έτρεμα, που ήμουν τόσο μα τόσο ψηλά, μα όταν άκουσα την καρδιά του να χτυπά, θυμήθηκα την μανούλα μου, ζεστάθηκα και ανακουφίστηκα. Έτσι βρέθηκα σπίτι του. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγιναν τα αδέλφια μου……..
Εκεί σε αυτό το σπίτι, μεγάλωσα εγώ μαζί με το παιδί. Οι γονείς του δεν με ήθελαν στην αρχή, με αποκαλούσαν ευθύνη και μπελά, -ίσως τελικά αυτό να είναι και το όνομά μου, δεν ξέρω, διότι από τότε το ακούω συχνά-, μα ο μικρός έκλαιγε και επέμενε πως με θέλει για παρέα και έτσι με κράτησαν κοντά τους. Με ονόμασε Μίνι, από κάτι χρωματιστό, με ζωγραφιστά ποντίκια, που του άρεσε να διαβάζει. Παίζαμε, με φρόντιζαν και ήταν όλα μια χαρά. Ο καιρός περνούσε, το παιδί μεγάλωσε όπως κι εγώ και δεν ήθελε πια να παίζουμε τόσο, άλλωστε είχε σχολείο και διάβασμα. Ένιωθα τόση μοναξιά τότε…. οι γονείς του δούλευαν, δεν μπορούσαν πάμε βόλτα και εγώ δεν γνώριζα τι να κάνω για να τους φανώ χρήσιμη , να τους δείξω πόσο τους νοιάζομαι, πόσο ευγνωμοσύνη νιώθω, πως θα έκανα τα πάντα για αυτούς κι ας ξεχνούσαν καμιά φορά να μου βάλλουν φαί και ας με έβριζαν διαρκώς και ας μου συμπεριφερόταν συχνά σα να ήμουν ανεπιθύμητη. Μια μέρα κάτι έγινε, ήρθε ένα αγόρι του είδους μου εκεί στην αυλή που καθόμουν μόνη. Άκουσα το κάλεσμα της φύσης σε κάτι όμορφο, κάτι αθώο και ευγενές, κάτι που γίνεται με όλους όσους απλά ακολουθούν το ένστικτό τους. Μα για την οικογένειά μου ήταν πολύ κακό, τρομακτικά κακό, μου έβαλαν τις φωνές, μου είπαν ότι είμαι βρωμιάρα και θα με διώξουν επιτέλους να με ξεφορτωθούν. Εγώ ταράχτηκα, κρύφτηκα να μην τους ακούω. Ψέματα λένε, με αγαπάνε όπως πολύ τους αγαπάω κι εγώ. Δεν γίνεται, δεν μπορεί να εννοούν αυτά που λένε. Είναι απλώς πολύ θυμωμένοι. Δεν ξέρω τι έκανα ακριβώς. Μα αλήθεια δεν θα το ξανακάνω το υπόσχομαι, σας το υπόσχομαι. Και από την μέρα εκείνη ήμουν όσο πιο καλή μπορούσα, προσπαθούσα να μην ενοχλώ. Πεινούσα μα δεν ζητούσα τροφή. Διψούσα μα δεν ζητούσα νερό. Προϋπαντούσα και καλωσόριζα πάντα τα μέλη της οικογένειάς μου και παρέμενα ήσυχη πολλές φορές σχεδόν ακίνητη για ώρες. Ένα πρωί με έβαλαν στο αυτοκίνητο, σιωπηλοί και γνώριζα ότι κάτι δεν πάει καλά. Οδήγησαν αρκετά, ώσπου έφτασαν κάπου, άνοιξαν την πόρτα και με έβγαλαν έξω. Έπειτα πριν καλά καταλάβω τι γίνεται πάτησαν τέρμα το γκάζι κι έφυγαν. Όχι σας παρακαλώ μη με αφήσετε, σας αγαπάω, μην με αφήσετε. Έτρεχα με όλη μου την δύναμη ξωπίσω τους, όση δύναμη είχα, όση δύναμη μου απέμεινε, μα ήταν μάταιο!!!!!! το αυτοκίνητο είχε ρόδες που κυλούσαν, κυλούσαν , κυλούσαν απίστευτα γρήγορα, τόσο γρήγορα. Γύρισα πίσω εκεί που με άφησαν. Δεν μπορεί, με αγαπούν θα γυρίσουν να με πάρουν, θα περιμένω!!! περίμενα τρεις μέρες στο ίδιο σημείο και όταν άκουγα αμάξι η καρδιά μου σκιρτούσε από προσμονή, μα οι πολυαγαπημένοι μου δεν ερχόταν. Έπινα νερό της βροχής από μια λούμπα μα πεινούσα τρομερά. Ένιωθα και μέσα μου αυτήν την αλλαγή εδώ και μέρες, -σχεδόν από τότε που ήρθε εκείνο το αρσενικό στην αυλή- και συνάμα μια παρόρμηση να φτιάξω ένα σπίτι, ένα χώρο προστατευμένο. Ξαφνικά με έπιασαν πόνοι, φρικτοί πόνοι, κάτι συμβαίνει…… μα μέσα μου ουσιαστικά ήξερα ακριβώς τι συμβαίνει. Γέννησα εκεί, ακριβώς που με άφησαν νηστική, μόνη και ταλαιπωρημένη 6 κουταβάκια, τα παιδάκια μου, τα δικά μου παιδάκια ….και πρέπει να τα φροντίσω να τα προφυλάξω να τα θηλάσω, πρέπει να φροντίσω να είμαι για αυτά δυνατή, πρέπει να φάω. Δεν είχα ξανά αναζητήσει τροφή, μα η ανάγκη ήταν πιο δυνατή από την άγνοιά μου. Θήλασα τα μικρά μου με όσο κουράγιο και αντοχή μου επέμεινε και έφυγα να βρω τροφή. Ίσως η μυρωδιά με βοηθήσει, ίσως δεν ξέρω, δεν το είχα άλλωστε ξανακάνει, πάντα το φαγητό μου το πρόσφεραν , η μητέρα μου και μετά η οικογένειά μου, η πολυαγαπημένη οικογένειά μου!!! που να είναι τώρα, είναι άραγε καλά ;θα έρθουν να με πάρουν; Ναι!!! θα έρθουν σίγουρα να με πάρουν, με αγαπούν, δεν θα με εγκατέλειπαν ποτέ στα αλήθεια!!! απλά με μαλώνουν καμιά φορά γιατί είμαι κακιά, για να γίνω καλύτερη. Ίσως με άφησαν λίγο να με τιμωρήσουν αλλά θα έρθουν να με πάρουν. Θα βρω τροφή και θα γυρίσω εκεί, που με άφησαν, εκεί που θα γυρίσουν να με πάρουν, θα μας πάρουν σίγουρα όλους μαζί εμένα και τα μικρά μου. Και να βρήκα ένα λαχταριστό κομμάτι κρέας, τι είναι κιμάς ; μμμμ!! εκεί στο δέντρο. Το έφαγα όλο. Δεν πεινάω τόσο πια θα γυρίσω πίσω. Μα ….τι στο καλό; γιατί πονάω τόσο…τι έπαθα; πόσο πολύ πονάω, Δεν αντέχω τον πόνο, πρέπει να φτάσω στα παιδιά μου, με χρειάζονται, μα δεν αντέχω τον πόνο, δεν νιώθω καλά, γιατί δεν νιώθω καλά; να τα εκεί με περιμένουν, περιμένουν την μανούλα τους πρέπει να γυρίσω γι αυτά, η δική μου μανούλα δεν είχε γυρίσει τότε, πονάω τόσο δεν θα τα καταφέρω να φτάσω .Πολυαγαπημένη μου οικογένεια εγώ φεύγω…σας παρακαλώ όταν γυρίσετε να μας πάρετε, εγώ δεν θα είμαι κοντά σας…
Σας παρακαλώ όμως παρά πολύ φροντίστε τα παιδιά μου. Είμαι βέβαιη ότι θα γυρίσετε, πιστεύω σε σας!!! Σας αγαπάω τόσο!!
Η Μίνι σας, ο Μπελάς σας…..
Η δική μου ιστορία, η ιστορία αυτών που είναι ή ήταν σαν εμένα κάπως έτσι αρχίζει και κάπως έτσι τελειώνει όπως η ιστορία που θα σας διηγηθώ.
Μία ιστορία για όλους «εμάς» και όλους «εσάς»
Βανια Σαμολη
17/09/2014 | 12:47
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
15:14
13:54