Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Από βραδύς, να ξημερώνει Κυριακή 28 του Ιουνίου χτύπησε το τηλέφωνο από τη φίλη Φιλανδία Κουνάδη και με φωνή στέρεα και πρόσχαρη μου είπε: «Γερασιμάκη, αύριο έχουμε κούρο στις Λαύρες και σε περιμένω να έλθεις με την οικογένειά σου».
Πράγματι, με τα πολλά και τα λίγα βρεθήκαμε στις Λαύρες, τοποθεσία ανατολικά των Διλινάτων, πάνω στο βουνό και στο πλάι από τον «κάμπο του Μαρίνου». Χωματόδρομος σκληρός και επικίνδυνος σε κάποια σημεία, τεσσεράμισι χιλιόμετρα από τον δημόσιο δρόμο, μα όταν φτάσεις στις Λαύρες σε αποζημιώνει η ομορφιά μιας μεγάλης συστάδας από αγριοκαρυδιές, που εκεί στη σκιά των μεγάλων της δέντρων υπάρχει το μαντρί του Σπύρου (Τσαλίμη) Κουνάδη και της συζύγου του, της αγαπητής Φιλανδίας.
Όπως και πέρυσι , άρχισα την εξερεύνηση του χώρου, που με επιμέλεια της Φιλανδίας είναι «ποστιασμένος» με απλότητα και τάξη, ώστε τη ενημέρωση να σού δίνει και το κέφι, αλλά και την παράδοση να διατηρεί στις οπτικές σου αισθήσεις. Ενδιάμεσα στους διαδρόμους της πράσινης όασης, επιγραφές άσπρες με φόντο γαλάζιο σε προκαλούσαν να τις μελετήσεις, να τις ακολουθήσεις και να σε οδηγήσουν περιπλανητικά σε όλο το γύρω χώρο. Εδώ «Ευρωσαλέ», εκεί «στρούγκα», αλλού «Θεραπευτήριο», «Κουρείο», «Αφοδευτήριο» και τόσες άλλες επιγραφές που κάνουν το χώρο να έχει ταυτότητα. Οι λέξεις ποιμενικές στην ιδιότητά τους, δανεισμένες από όλα εκείνα τα θέματα που εξυπηρετούν την ποιμενική ζωή.
Και καθώς προχωράς στη δέντρινη κεντρική είσοδο, συναντάς ένα μικρό σπίτι, απλό, που οι άνθρωποί του, το κάνουν μεγάλο, ανοικτό, φιλόξενο, με ένα χαμόγελο πλατύ της Φιλανδίας, χαμόγελο ψυχής και ανοικτοσύνης.
Στη μπασιά του ένας τοίχος με ονόματα από όλους τους τύπους των προβάτων και με λαϊκές ζωγραφιές, έργο της Φιλανδίας, που σε μυεί στον κόσμο της ζωής και στον κόπο της βόσκησης των προβάτων.
Ονόματα όπως: Η Λάγια, η Μπελίτσο, η Κουρούτα, η Μπέλλα και τόσα άλλα, που σε προκαλούν να μάθεις ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κάθε ζώου.
Και μετά, ότι μπαίνεις στο σπιτάκι στο Λιβάδι, όπως το αποκαλεί η Φιλανδία, σε αφοπλίζουν όμορφα τοποθετημένες πάνω στο ξύλινο κιγκλίδωμα του παταριού, επιγραφές για όλους τους ανθρώπινους χαρακτήρες , με παροιμίες και σκέψεις, αποφθέγματα που ως άγραφοι νόμοι λειτουργούν για μια κοινωνία καλύτερη. Να ένα τρόπος υπέροχος, επικοινωνιακός, λόγω που αυτές οι επιγραφές, σου επιβάλλουν να τις προσέξεις και να προβληματιστείς.
Στο πλάι της οικίας, μια κατεβασιά μικρού στρατωνιού σε βγάζει στο χώρο που είναι τα μαντριά και κει, γινόταν ο κούρος των προβάτων.
Πριν όμως την τραχιά μικρή κατεβασιά πάρει το πόδι μου, για να βρεθώ στον κύριο χώρο του κούρου, στο πλάι η παλιά πέτρινη καλύβα με τις μεγάλες πέτρινες έρτες (όρθιες πέτρες πόρτας), γεμάτη με παραδοσιακά κατσαρολικά και εργαλεία -αντικείμενα τυροκομικά , με «τράβηξε» για να δω στη γωνιά ότι έβραζε μέσα στην πινιάτα το πρόβιο και η φωτιά κόχλαζε το ζουμί, για να γίνει λιώσιμο το κρέας.
Φιγούρα κοτσανάτη ο γέρο Βαγγέλης Κόκκινος (Φουρφουρής) με κέφι κα διάθεση περιπαικτική, γεμάτος ζωντάνια, πάνω από ογδόντα πέντε και δώστου να λέει τα σκωπτικά και τα ερωτικά καμώματα του παρελθόντος , μα και συνταγές παλιές, μια και αυτός ήταν φούρναρης στα νιάτα του.
Πήρα αρχικά την απογοήτευσή μου, διότι έλειπε η φίλη Ελένη Κουνάδη, η κόρη του Σπύρου και της Φιλανδίας. Ρωτάω τον μπαρμπα- Βαγγέλη Φουρφουρή και μου αποκρίνετε με λόγιο ύφος: « Γεράσιμε μου είναι στον Πλατύ Γιαλό, και πλένει τα ποδαράκια της» Νόησα αμέσως πως εκεί δουλεύει, γιατί τα οικονομικά είναι δύσκολα. Είχα μπουχτίσει και με το Δημοψήφισμα και άστα να πάνε… Το κέφι μου όμως αμείωτο, ζωηρό και δώστου πειράγματα και παρλάτες. Κατέβηκα προσεκτικά στο χώρο της σκιάδας των δέντρων, εκεί που γινόταν δίπλα στα μαντριά ο κούρος για να τον χαρώ.
Στην άσπρη τέντα που ήταν απλωμένη κάτω, οι κουρείς και οι βοηθοί συνεργάζονταν αρμονικά και ακούραστα με μπροστάρη τον ιδιοκτήτη του μαντριού Σπύρο Κουνάδη (Τσαλίμη) για το κούρεμα των προβάτων του. Ο γιός του Μάκης Κουνάδης (Τσαλιμάκος) άρπαζε ένα -ένα τα ζωντανά από τον τσάρκο και τα παρέδιδε στον Παναγή Κόκκινο από το Πυργί (τον ξυλογλύπτη εκκλησιαστικών και όχι μόνο έργων) και αυτός με τη σειρά του τροφοδοτούσε τους τέσσερις κουρείς. Οι τρεις με τις μηχανές «σπατσάριζαν» πούλιο γρήγορα, αλλά ο ένας τεχνίτης με μεράκι πάλευε με τον παραδοσιακό τρόπο, κούρεμα με τη μεγάλη ψαλίδα.
Όπως γίνεται στους κούρους, βοηθούν και άλλοι τσοπαναραίοι, φίλοι του ιδιοκτήτη, διατηρώντας το παλιό όμορφο καθεστώς, της φιλικής συναδελφικής συνεργασίας, που από πολύ παλιά γινόταν με τελετουργικό τρόπο σε αυτό το επάγγελμα των τσοπαναραίων, τονίζοντας έτσι μια καλή κοινωνικότητα στους δεσμούς εργασιακής φιλίας προς όφελος και των τσοπάνηδων και των ζώων.
Στις ηλεκτρικές μηχανές και στη ψαλίδα: Ο ιδιοκτήτης Σπύρος Κουνάδης (Τσαλίμης), ο Κώστας Μαρκαντωνάτος από την Πύλαρο, ο Γαβρίλης Αλισανδράτος (Ψαρός) από την Πύλαρο, ο Φώτης Χαρίτος (Τσάκαλος), ο Βαγγέλης Κουνάδης (Μάντζος).
Σε όλη αυτή τη διαδικασία του κούρου, νάσου και ο Αλέκος Κουνάδης (Τσαλίμης) και μάζευε μαζί με τον Βαγγέλη Κατσιγιάννη τα μαλλιά, τα οποία και τα «σακκάριζαν» στα τσουβάλια. Στην απορία μου γιατί όλο αυτό το υλικό να πηγαίνει χαμένο, η απάντηση ήρθε από τον Βαγγέλη Κατσιγιάννη, ότι μαζεύει τα μαλλιά από πολλά μέρη του νησιού και άλλων τόπων και νησιών και τα πηγαίνει σε εργοστάσιο στη Λάρισα. Επιτέλους είπα.., να χαθεί αυτή η εικόνα των μολυσμένων ρεματιών, που για τόσα χρόνια οι τσοπαναραίοι πετούσαν σε αυτές τα μαλλιά, λόγω που δεν ενδιαφερόταν κανείς για την επεξεργασία τους.
Οι κουρείς και οι βοηθοί γρήγορα τελείωσαν, αφού ενδιάμεσα έκαναν ένα σύντομο διάλλειμα για να πάρουν δυνάμεις. Μα το χάρηκα! Γιατί, μπριτού κάτι να βάλουν στο στόμα τους, από τα γλυκά του Βαγγέλη Φουρφουρή, ένας ένας πήγαινε στην παραδοσιακή βρυσούλα, κρεμασμένη στο δέντρο με σαπούνι πράσινο και φρόντιζε τα χέρια του και έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπο για μια δροσιά από τη « Στέρνα των Καλογέρων» της περιοχής.
Ωστόσο, όσο γινόταν ο κούρος, η Φιλανδία και η Κούλα Κατσιγιάννη είχαν απλώσει τα κρέατα στην ψησταριά, είχαν το νου τους στο βραστό, έκοβαν σαλάτες, βοηθούσε η Ελένη Κούτση, φρόντιζαν τα αναψυκτικά να είναι κρύα από το αυτοσχέδιο ψυγείο και το αλμυρό ελαφρά τυρί- πικάντικο για να στρώσουν το τραπέζι.
Κοντά να τελειώσει ο Κούρος και να μας φωνάξει η Φιλανδία, καταλάβαμε, πως, ο Αλέκος Κουνάδης (Τσαλίμης) πάσχει από ερωτικό καημό και πιθύμησε νερό από τη στέρνα για να τον σβήσει. Τότενες τον συνοδεύσαμε ούλη η παρέα και τον πειράζαμε, και αυτός όλο χαμογελούσε. Το νερό ήταν κρυστάλλινο και βάλσαμο στο ξάναμμα του πυρωμένου αέρα της περιοχής.
Στρωθήκαμε όλοι στην τράπεζα, την πλούσια σε φαγητά και γιομίσαμε τις γαστέρες μας, ήπιαμε λίγο, γιατί δεν τους άφηνα να πιούν κρασί , ειδεμή νερωμένο, λόγω που, λέει η παροιμία: «Οι μήνες που δεν έχουν ρ, βάλε στο κρασί νερό». Ήρθαν και άλλοι στο τραπέζι : Ο Διονύσης Κατσούρης, ο Σπύρος Κουνάδης (Μπούρας), η Κατερίνα Μπατσαλβιά και μας πήρε το κέφι και δώστου και είπαμε και κανένα τραγουδάκι.
Κατά τις πέντε, που ο ήλιος ήταν ακόμη μισοκάναλα στον ουρανό, αμολάραμε για την επιστροφή μας γεμάτοι όλοι μας όμορφες στιγμές.
Την επιστροφή μας από τις Λαύρες έως το δημόσιο δρόμο, την επωμίστηκε και πάλι ο Μάκης Κουνάδης (Τσαλιμάκος) με το φορτηγό του. Όλα υπέροχα και χαμογελαστά !
Πόσο ωφέλιμο θα ήταν σε όλες αυτές τις γεωργικές και κτηνοτροφικές τελετουργικές εργασίες, που στο νησί μας γίνονται αρκετές, να μπορεί να αξιοποιηθούν περιηγητικά και τουριστικά για μια νέα εμψυχωτική ανθρωπιστική διαδικασία ενάντια στην κατάθλιψη και στη μιζέρια, που όλο και πλησιάζει την εποχής μας.
Φίλοι αγαπημένοι, και του χρόνου με υγεία και κέφι! Εμείς θα νικήσουμε την κρίση και τη φτώχεια που θέλουν να μας επιβάλλουν τόσα χρόνια τα Ισχυρά λόμπυ της γης και οι κάποιοι παλιοί «Έλληνες» πολιτικοί.