Του π. Σπυρίδωνα*
Ποτέ ο Κύριος δεν μεταχειρίσθηκε τόσο αυστηρή γλώσσα, όσο αυτή που χρησιμοποιεί στη σημερινή περικοπή. Όταν απευθύνεται σε αυτούς που είναι αριστερά του, τους ονομάζει «κατηραμένους». «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι», είναι οι φοβεροί του λόγοι.
Μα ποιοί είναι αυτοί οι τρομεροί αμαρτωλοί; Ποια είναι τα φρικτά τους αμαρτήματα, για να τους ονομάζει, αυτός που είναι η Αγάπη, καταραμένους; Μας το λέγει ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε (τα έργα της αγάπης) ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Αυτό είναι το αμάρτημά τους. Η παράλειψις της εμπράκτου αγάπης.
Και είναι τόσο φοβερό το αμάρτημα αυτό, ώστε να στοιχίσει σε όσους υπήρξαν ένοχοι την αιώνια καταδίκη; Ας προσέξουμε στη συνέχεια, για να βρούμε την απάντηση.
Η παράλειψις μαρτυρεί αδικαιολόγητη αδιαφορία.
Οι άνθρωποι, με όλη την ατέλειά τους, δεν δικαιολογούν εύκολα την παράλειψη ενός καθήκοντος. Ο αξιωματικός που παρέλειψε να αναφέρει στους ανωτέρους του κάτι που συνέβη στη μονάδα του τιμωρείται. Ο υπάλληλος που παρέλειψε να αναφέρει στους προϊσταμένους του μια ζημιά που αντιλήφθηκε τιμωρείται. Η μητέρα –ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη θερμή αγάπη της για τα παιδιά της;- που παρέλειψε από αμέλεια να λάβει τα αναγκαία μέτρα, για να μην καούν τα μικρά παιδιά της, να μη τα χτυπήσει το ηλεκτρικό ρεύμα, να μην πέσουν στο πηγάδι της αυλής του σπιτιού, τιμωρείται. Η παράλειψις ενός καθήκοντος αποτελεί πάντοτε πράξη που πρέπει να τιμωρηθεί.
Αν έτσι κρίνουν οι άνθρωποι την παράλειψη, τι θα πρέπει να κάνει ο θείος και υπέρτατος κριτής των ανθρώπων, ο Κύριος, που θέσπισε τον νόμο της αγάπης; Δικαίως τιμωρεί όσους παραλείπουν τα έργα της εμπράκτου αγάπης προς τους συνανθρώπους τους. «Ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. Ιβ΄ 47), διαβεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος. Η τιμωρία εκείνου που ξέρει και από αδιαφορία δεν κάνει ότι πρέπει, θα είναι μεγάλη, λέγει.
Ας μην πει κανείς Χριστιανός πως δεν ξέρει ποιο είναι το χρέος του απέναντι εκείνων που υποφέρουν, που πεινούν, που διψούν, που είναι φυλακισμένοι, που είναι άρρωστοι και εγκαταλελειμμένοι. Το ξέρει, το ξέρουμε όλοι μας, πολύ καλά. Αν δεν κάνουμε ότι πρέπει, δεν το κάνουμε, όχι γιατί δεν ξέρουμε, αλλά γιατί είμαστε αδιάφοροι στον πόνο τους. Μένουμε ασυγκίνητοι, ξένοι, ψυχροί, αδιάφοροι.
Πώς, λοιπόν, να μην αγανακτήσει ο Κύριος; Πώς να μην καταδικάσει την αδιαφορία των ψυχρών θεατών του ανθρώπινου πόνου; Πώς να μην αποξενώσει από τον εαυτόν του όσους ύψωσαν τα τείχη της αδιαφορίας και δεν βλέπουν εκείνους που δίπλα τους συγκλονίζονται από πλήθος δοκιμασιών και στερήσεων;
Η παράλειψις μαρτυρεί εγωισμό.
Ποιοι παραλείπουν τα έργα της αγάπης; Αυτοί που έχουν κέντρον το εγώ τους. Ο εγωιστής! Είναι τόσο κοντόφθαλμος, ώστε δεν βλέπει τι συμβαίνει γύρω του. Μπορεί να εκτυλίσσονται φοβερές τραγωδίες και σπαραξικάρδιες. Κι όμως, αυτός μένει κλεισμένος στο καβούκι του. Κοιτάζει και ικανοποιεί μόνο τις δικές του ανάγκες. Φαινομενικά δεν κάνει κανένα κακό. Αλλά φαινομενικά μόνο. Το πιστεύει και το λέει και ο ίδιος. «Εγώ δεν πειράζω κανέναν. Εγώ την δουλειά μου κοιτάζω».
Μα, αυτό το κλείσιμο στον εαυτό του, αυτή εγωιστική στάση στη ζωή είναι αξιοκατάκριτη. Αποτελεί άρνηση της αγάπης.
Όποιος, όμως, αρνείται την αγάπη, αρνείται τον ίδιο το Θεό: «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιωαν. Δ΄ 8). Και «ο μην αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν». Αυτός που δεν αγαπά δεν εγνώρισε το Θεό, δεν έχει πραγματικό σύνδεσμό με το Θεό. Δεν τον ένοιωσε μέσα του ως Κύριό του και Βασιλέα του. Και το λέγει αυτό ο λόγος του Θεού! Χωρίς αμφιβολία τον άνθρωπο που λέγει πως είναι Χριστιανός, ενώ δουλεύει στο εγώ του και δεν βλέπει παρά πέρα από τον εαυτό του, δεν τον αναγνωρίζει ο Χριστός. Είναι νεκρός πνευματικώς. «Ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού μένει εν των θανάτω» (Α΄ Ιωάν. Γ΄14). Όποιος δεν αγαπά, δεν ζει πνευματικώς. Δεν έχει μέσα του τη ζωή, που είναι ο Χριστός, που είναι η Αγάπη. Οι νεκροί πνευματικώς, οι χωρίς αγάπη, έχουν θέση μόνο εκεί που βασιλεύει ο θάνατος.
Το εικοστό πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της Αγίας Γραφής σε ότι αφορά εμάς και το μέλλον μας, αδελφοί μου. Μας ομιλεί για το αιώνιο μέλλον μας εν σχέση προς τη ζωή μας στη γη. Μας ομιλεί για τη ζωή μας στη γη εν σχέση με το αιώνιο μέλλον μας. Και υπογραμμίζει ένα πράγμα: Η έμπρακτός και συγκεκριμένη αγάπη είναι ο κανών της ζωής του Χριστιανού στη γη. Είναι το κλειδί που ανοίγει τις πύλες του ουρανού στον κάθε πιστό. Και μας υπενθυμίζει με τρόπο έντονο και ζωηρό ότι ένα πράγμα πρέπει να διαποτίζει κάθε ενέργεια και πράξη μας πάνω στη γη. Η ζωντανή αγάπη προς το Χριστό στο πρόσωπο των «αδελφών του των ελαχίστων» που ζουν και πορεύονται δίπλα μας, στην ίδια πόλη, στην ίδια πατρίδα, στον ίδιο πλανήτη, σε όλη τη γη.
*Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας
«Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Κήρυγμα Κυριακής: Το Αμάρτημα της Παραλείψεως
Εκκλησία
22/02/2014 | 22:32
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
19:30