Γιώργος Π. Κρεμμύδας
Η διάσημη ρήση του Καρλ φον Κλάουζεβιτς στο μνημειώδες έργο του «Περί του Πολέμου» – «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» – συμπυκνώνει την αντιφατική αλλά και συνθετική σχέση της πολιτικής με την βία. Όταν το βιβλίο του μεγάλου Πρώσου στρατιωτικού διδάσκεται στις στρατιωτικές ακαδημίες, ο πόλεμος, η στρατηγική και η τακτική του, αναλύονται υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα: ως ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής και επιβολής των πολιτικών στόχων και επιδιώξεων όταν τα «κλασσικά» και κατά κανόνα μη βίαια μέσα δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Μάλιστα, κατά την προσέγγιση του Κλάουζεβιτς, η βία του πολέμου πρέπει να υποτάσσεται στην λογική της γρήγορης και άμεσης επίτευξης του πολιτικού στόχου και η ένταση της πρέπει να ρυθμίζεται αναλόγως και χωρίς δισταγμούς.
Σειρά γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας που ξεκινάνε από τις ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες και την γερμανική Φράξια Κόκκινος Στρατός (γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ) και φθάνουν στην 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την Αλ-Κάιντα, έχουν συμβάλει στον συστηματικό (και συχνά εσκεμμένο) περιορισμό της συζήτησης για την σχέση βίας και πολιτικής στο πεδίο της τρομοκρατίας ή «τρομοκρατίας». Επειδή οι ορισμοί σε αυτό το πεδίο (και τα εισαγωγικά ή μη) είναι ευαίσθητα εξαρτημένοι από τις αρχικές πολιτικές συνθήκες, τις ιδεολογίες και τις ιδεοληψίες των συνομιλητών θα δεχτούμε – χάριν συντομίας – τους ορισμούς και τις παραδοχές των κυρίαρχων μέσων και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ακόμα όμως και με αυτή την παραδοχή, ο «συμβατικός» πόλεμος και η τρομοκρατία δεν είναι τα μόνα πεδία στα οποία βία και πολιτική συναντώνται. Η πολιτική, ως εγγενώς αντιφατική και έντονα συγκρουσιακή ανθρώπινη διαδικασία, συχνά-πυκνά οδηγείται σε κρίσιμες φάσεις. Τότε οι ρήσεις περί της ασυμβίβαστης σχέσης της δημοκρατίας με τα αδιέξοδα φαίνονται κενές περιεχομένου και δύσκολα έχουν έστω και παρηγορητικό ρόλο.
Όσοι έχουν μελετήσει ή – ακόμα καλύτερα – ζήσει την σύγχρονη ελληνική ιστορία από το 1965 και μετά γνωρίζουν πολύ καλά τις ποικιλόμορφες σχέσεις που βία και πολιτική αναπτύσσουν και πόσο αυτές μπορούν να φτάσουν σε ασύλληπτες ακρότητες και εγκλήματα. Όσοι πάρουν τον ιστορικό δρόμο με αντίστροφη φορά (από το 1965 μέχρι την ελληνική επανάσταση) κατανοούν πόσο έντονα η βία και η πολιτική, στενά σχετισμένες μεταξύ τους, έχουν καθορίσει την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας. Για τους νεότερους οι Πλατείες της Αθήνας, του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης ζωγραφίζουν με έντονα χρώματα τις σχέσεις πολιτικής και βίας. Ταυτόχρονα, ο θερμός Δεκέμβρης που ακολούθησε τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το 2008, και ο Μάιος του 2010 με τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της Marfin, ο οποίος οδήγησε σε τραγικό θάνατο τρεις ανθρώπους, έχουν ξεχωριστή θέση στην κατανόηση των σχέσεων αυτών.
Στην περίπτωση Γρηγορόπουλου το έντονο και διαρκές βίαιο ξέσπασμα που ακολούθησε φανέρωνε ότι στην ελληνική κοινωνία – πολύ πριν αυτή αισθανθεί τις συνέπειες της κρίσης που τότε ξεκινούσε από τις Η.Π.Α. – υπήρχαν οι κοινωνικές εκείνες συνθήκες που δημιουργούσαν άφθονη εύφλεκτη ύλη. Αρκούσε μόνο μια σπίθα για να ξεκινήσει η φωτιά και η σπίθα ήρθε με την δολοφονία ενός 16χρονου. Και οι συνθήκες που έκαναν εύφλεκτη την τότε κοινωνία ήταν οι ίδιες με αυτές που η Κρίση δυσβάσταχτα μεγέθυνε: ανεργία, εκμετάλλευση, κοινωνική αδικία, πολιτική περιθωριοποίηση, αποκλεισμός.
Στην περίπτωση της Marfin, ένα λιγότερο ή περισσότερο «τυχαίο» αλλά απόλυτα βίαιο και εγκληματικό γεγονός βρέθηκε με τον κατάλληλο χρονισμό, την κατάλληλη ένταση και κατάλληλη στόχευση που χρειαζόταν για να αναστείλει για μεγάλο διάστημα τις ασυγκράτητες μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις εκείνης της περιόδου. Χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος σκληρών μέτρων για να ξαναβγεί ο κόσμος στους δρόμους και παρόλα αυτά, όταν ο κόσμος επανήλθε αγανακτισμένος, η μορφή των κινητοποιήσεων είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί. Τέτοιο «τυχαίο» γεγονός είναι δύσκολο ακόμα και να το παραγγείλεις.
Το κύμα των αγανακτισμένων του Μαΐου του 2011 που ακολούθησε ένα χρόνο μετά, πνίγηκε και εξανεμίστηκε ανάμεσα σε δακρυγόνα, υποταγμένες κυβερνήσεις, αυτιστικά κοινοβούλια, παλαιολιθικές κομματικές ηγεσίες και επερχόμενους μπράβους του πολιτικού συστήματος. Ότι δεν αποτέλειωσαν τα δακρυγόνα και η αστυνομική βία, λοιδορήθηκε και ποδοπατήθηκε από τηλεοπτικού άμβωνος και στη συνέχεια κονσερβοποιήθηκε, οδηγήθηκε στην απογοήτευση ή απενεργοποιήθηκε στις εκλογές του 2012.
Έκτοτε έχουμε απομείνει, στερεότυπα να αναρωτιόμαστε «γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος». Και όταν η λύση δεν αναζητιέται στους… αεροψεκασμούς ακούμε παραλληλισμούς, ευχολόγια και αφορισμούς που σχετίζονται με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, παράδειγμα μάλλον παραπλανητικό για τα δικά μας δεδομένα. Όσοι καταφεύγουν στην εύκολη ερμηνεία των αεροψεκασμών αφελέστατα αγνοούν ότι οι στρατιωτικές ψυχολογικές επιχειρήσεις (psychlogical warfare operations), είναι πολύ φθηνότερες, αποτελεσματικότερες και ιδιαίτερα προσιτές ειδικά όταν το σύνολο των ηλεκτρονικών και έντυπων μέσων είναι πρόθυμο καθ’ υπόδειξη και υπαγόρευση να τις εκτελέσει. Και όταν οι συγκεκριμένες μέθοδοι έχουν με επιτυχία δοκιμαστεί σε πολεμικές περιόδους, η εφαρμογή τους σε έναν λαό που έχει υποστεί οικονομική καταστροφή συγκρίσιμη σε ένταση με αυτήν του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου δεν μπορεί παρά να επιτείνει τα αποτελέσματα του σοκ απενεργοποιώντας κάθε δύναμη αντίστασης. Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια οι ανακοινώσεις από τα δελτία των οκτώ θυμίζουν ολοένα και περισσότερο πολεμικά ανακοινωθέντα.
Ωστόσο, κάτι που διαφεύγει της προσοχής πολλών είναι οι διαστάσεις που η κοινωνική βία μπορεί να λάβει σε περιόδους έντονων κρίσεων όταν η καταστροφή ξεπεράσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο μετά το οποίο όλο και περισσότερα από τα μέχρι χθες παθητικά θύματα γίνονται πρόθυμοι μάρτυρες που δεν έχουν πλέον τίποτε να χάσουν. Η βία από ταμπού γίνεται διέξοδος και λύτρωση. Τότε δεν υπάρχουν δακρυγόνα, δεν υπάρχουν οδοφράγματα, δεν υπάρχουν όπλα, δεν υπάρχουν αστυνομίες που να μπορούν να αντέξουν το βάρος της ανθρώπινης απόγνωσης. Η εμπειρία της Αργεντινής και πρόσφατα της Βραζιλίας αυτό μας διδάσκουν.
Δεν πιστεύω ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε είναι από το σχεδιασμό του ελαττωματικό και ταγμένο να οδηγεί σε κρίσεις και αδιέξοδα, διαθέτει, όμως, βαλβίδες ασφαλείας και εκτόνωσης που μέχρι τώρα το κράτησαν ζωντανό αν και όχι αλώβητο. Ωστόσο ακόμα και οι καλύτερες χύτρες ταχύτητας με τις πιο αποδοτικές βαλβίδες ασφαλείας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να εκραγούν. Τότε οι βαλβίδες είναι εντελώς άχρηστες και η ασφάλεια και ακεραιότητα του «μάγειρα» αμφίβολη.
Και το ερώτημα που πλανάται είναι «θα βρεθούμε σε αυτή την κατάσταση;». Πόσο πιθανή είναι άραγε μια γενικευμένη βίαιη εξέγερση του κόσμου και πόσο μακριά βρίσκεται; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και αυτό γιατί στις ανθρώπινες κοινωνίες και στην πολιτική δεν υπάρχουν ποσοτικοί κανόνες. Έτσι δεν είναι με σαφήνεια γνωστό πόσες χιλιάδες απολύσεις, πόσες χιλιάδες αυτοκτονίες και πόσα εκατομμύρια ανέργους χρειαζόμαστε πριν η βία πάψει να στρέφεται κατά του εαυτού και στραφεί κατά παντός υπευθύνου ή αρχίσει να πίπτει επί δικαίων και αδίκων.
Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι υπάρχουν εναλλακτικά σενάρια που δεν την περιλαμβάνουν ως λύση. Ένα – το καλύτερο αν και όχι το πιο εφικτό – θα ήταν η εξεύρεση πολιτικής λύσης, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, που να αναχαιτίζει την καταστροφική και ανθρωποφαγική μανία των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται. Τέτοια λύση αν και υπαρκτή, αν και εύκολη, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί δεδομένων των συσχετισμών και συγκυριών εντός και εκτός της χώρας.
Είναι επίσης βέβαιο ότι υπάρχουν εναλλακτικά σενάρια που είναι χειρότερα και από την χρήση βίας για την αναζήτηση λύσης. Το χειρότερο είναι η κοσοβοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας, δηλαδή η μετατροπή της σε ένα άβουλο προτεκτοράτο χωρίς ουσιαστικά πολιτική ηγεσία και με την κοινωνία διαρκώς να αποσυντίθεται χωρίς να έχει ουδεμία εμφανή δυνατότητα αντίδρασης.
Είναι δύσκολο να πει κανείς πόσο δύσκολο ή πόσο μακρινό είναι το σενάριο μιας γενικευμένης βίαιης εξέγερσης της κοινωνίας. Σίγουρα σε μια χώρα που έχει περάσει και δεν έχει ξεπεράσει έναν εμφύλιο και μια σχετικά πρόσφατη δικτατορία η πιθανότητα του σεναρίου δεν είναι μηδενική. Ίσως αντί να αναρωτιόμαστε «γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος» πρέπει να αρχίσουμε να φοβόμαστε και να τρέμουμε την σιωπή του. Τότε το μόνο που θα μπορεί να ευχηθεί κανείς είναι ένας στίχος από ένα τραγούδι που έγραψε τη δική του ιστορία σε εποχές εξίσου δύσκολες: «βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας».
Karl Von Klausewitz. Περί του πολέμου. μετάφραση Νατάσα Ξεπουλιά. – Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1999. – 424σ.
Συλλογικό έργο. Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική: Μια συλλογή κειμένων ενάντια στον τρόμο – επιμέλεια σειράς Θανάσης Πολλάτος. – 1η έκδ. – Θεσσαλονίκη : Διάπυρον, 2010. – 211σ.
Περικλής Κοροβέσης. Τι είναι εν τέλει η πολιτική βία; TVXS.gr – 5/5/2011.
Μαρία Ανδρέου. Ποιοι σκότωσαν τη δημόσια τηλεόραση! (Συνέντευξη του Γιώργου Αυγερόπουλου) – Το Παρόν – 07/07/2013
Σαρτρ-Μπάαντερ: Όταν ο φιλόσοφος συνάντησε τον τρομοκράτη. TVXS.gr – 12/2/2013
Κλεάνθη Γρίβα. Ακροδεξιά και Τρομοκρατία στην Ευρώπη. Ανιχνεύσες 26/6/12
Πηγή: ἔστω – esto.gr