Ο καθηγητής λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος μας πληροφορεί ότι, «Η Ανάσταση στην Κεφαλονιά δεν γινόταν αποβραδίς. Οι δυο νυχτερινές τελετές που κάνουν το Μ. Σάββατο στις κεντρικές πλατείες του Αργοστολίου και του Ληξουρίου, είναι άσχετες από το έθιμο του τόπου. Τις έχουν επιβάλλει η Κρατική Διοίκηση και η ανάγκη να μη χάσουν τις συνήθειές τους οι ξένοι».
Περιγράφει όμως με ζωντάνια την περίφημη Ανάσταση που γινόταν στον Αρχάγγελο Ληξουρίου. Τέτοιο πράγμα δε γινόταν πουθενά στο Αργοστόλι ούτε στην υπόλοιπη Κεφαλονιά.
Ακολουθεί αναδημοσίευση από το βιβλίο του καθηγητή –λαογράφου Δημητρίου Σ. Λουκάτου, «Κεφαλονίτικη Λατρεία» Αθήνα 1946, το ίδιο κείμενο περιέχεται και στο έργο του «Πασχαλινά και της Άνοιξης», εκδόσεις Φιλιππότης Αθήνα.
Η αντιγραφή του κειμένου για τον ηλεκτρονικό τύπο έγινε από τον Γεράσιμο Γαλανό.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΛΗΞΟΥΡΙ
Το αναδημοσιευθέν κείμενο του λαογράφου Δημητρίου Λουκάτου ας είναι μνημόσυνο για την πανελλήνια προσφορά του.
«Την Ανάσταση σε τούτη την ενορία την έκαναν το πρωί, αργά. Το συνηθάνε στην Κεφαλονιά να συναγωνίζονται σε βραδύτητα η μια εκκλησία με την άλλη πιστεύοντας έτσι πως κάνουν πιο επίσημη την ακολουθία τους. Άρχιζαν λοιπόν και στον Αρχάγγελο πολύ αργά την Ανάσταση, κατά τις 8. Έρχονται τότε όλοι οι ενορίτες συφάμελα ξουρισμένοι οι ίδιοι και “φιοράδοι” (με λουλούδια στο σακάκι), οι νοικοκυρές του “πουρβεράδες” και με “τακουγιά” (γυναικεία πορτοφόλια), οι θυγατέρες τους με κόκκινα μεταξωτά και με “φιόκους” (κορδέλες). Έρχονταν μαζί τους κι οι λεβέντες της γειτονιάς – κάτι παιδιά “τση χώρας” καλοδεμένα και μαυριδερά – που κουβαλούσαν στα χέρια τους όλα τα σύνεργα της αναστάσιμης δουλειάς τους: τριζόνια ξύλινα διπλά, πλήθος “γολάνες” (περιλαίμια) με αλογοκούδουνα, τάβλες και στάμνες και “τσιφιά” και “βαρελότα” και “κόρνους” θαλασσινούς. Κι όλοι τους καλωσόριζαν και τους έβλεπαν σαν απαραίτητους μύστες της γιορτής που θα επακολουθούσε.
Όταν λοιπόν γέμιζε από τον κόσμο η εκκλησία, κι οι επίτροποι βεβαιώνονταν πως κανείς από τους δεν έλειπε, λέγανε του παπά και έβγαινε στην ωραία Πύλη για το «Δεύτε λάβετε φως». Ο παπά Γοργορίνης συνήθιζε ν’ ανάβει εκεί μπροστά στους ενορίτες με «αφόρια κιάκια» (σπίρτα), τη λαμπάδα του, για να ‘ναι όλοι βέβαια πως είναι γνήσιο το νέο φως. Όλοι τρέχανε κι’ ανάβανε τ’ άσπρα λιανοκέρια τους, που τους τα μοίραζαν δωρεάν οι επίτροποι. Κείνη την ώρα είχε βγει για καλά ο ήλιος, κι όπως ήταν ανοιχτά τα παράθυρα της εκκλησιάς, γέμιζε πλούσια το χώρο της. Τα φώτα των κεριών έμοιαζαν τότε σαν αχτινοβολήματα στο φως του και τα πρόσωπα των ανθρώπων φεγγοβολούσαν και ρόδινα χαρούμενα.
Ο παπάς ύστερα κατέβαινε αργά τα σκαλοπάτια, και με το χρυσό Ευαγγέλιο στο στήθος του τραβούσε προς την έξοδο, ενώ από πίσω του ακολουθούσαν ο μεγάλος σταυρός της Αποκαθήλωσης και η εικόνα της Ανάστασης. Έβγαιναν όλοι στο προαύλιο κι έπαιρναν θέση. Στο πλάτωμα ψηλά του καμπαναριού είχαν πληθύνει τώρα τα παιδιά, και κοίταζαν πότε να τους δώσουν το σινιάλο για το σήμαμα. Στ’ αντικρινά παράθυρα και στις αυλόπορτες είχανε βγει οι γριές με «σκανταλέτα» (μετάλλινα σκεύη) και λιβάνιζαν, και γύρω στις γωνίες και στα καντούνια είχανε πιάσει οι «φεσταδόροι» (πανηγυριστές) τα πόστα, έτοιμοι για δράση.
Η υπαίθρια ακολουθία της Ανάστασης άρχιζε. Ο παπά Γοργορίνης έλεγε τα «ειρηνικά» του, όλο σκάλες και κελαϊδισμούς, οι ψαλτάδες του αποκρίνονταν με αρμονικά κυριελέησα.
Δε βιαζόταν καθόλου στο ψάλσιμό του. Είπε και το Ευαγγέλιο αργά, με το ρεπόσο του, λες και το’ κανε επίτηδες για να πεισμώνει τα παιδιά, που περίμεναν δεμένα τη λυτρωτική ώρα του «Χριστός Ανέστη». Οι πισταλαδόροι και οι μπουρλοτιέρηδες αδημονούσαν να βάλουν μπροστά τις φωτιές τους.
– Πες το, δέσποτα και μας έσκασες!
Μα ο παπάς αργούσε να το πει, γιατ’ ήθελε να κάμει την Ανάστασή του ύστερ’ από τις άλλες εκκλησίες. Σταμάτησε μάλιστα για μια στιγμή τελειώνοντας το Ευαγγέλιο, και δήλωσε στους ανυπόμονους:
-Σκάσετε δε σκάσετε, ο Χριστός θ’ αναστηθεί με την ώρα του!
Στις άλλες εκκλησίες είχε κιόλας αρχίσει το σμπαρίδι και το σήμαμα, τα βαποράκια σφύριζαν στο λιμάνι, μερικοί ξενοενορίτες φάνηκαν στο δρόμο με αναμμένα κεριά. Τα παιδιά του καμπαναριού δεν ανέχονταν πια την καθυστέρηση και φώναζαν από ψηλά:
-Κουνηθείτε βωρέεεες!
Οι μάγκες κάτου δήλωσαν στον παπά, πως θ’ αρχίσουνε τα σμπάρα μπριτού το πει.
Τι να κάμει εκείνος, σήκωσε επιτέλους στα χέρια του το Ευαγγέλιο, ξερόβηξε λίγο κι άρχισε:
-Χριστός Α…
Τι ήτανε να το πει; Η γη λες γύρω και ξέσπασε σε συγκλονιστικό σαματά. Η φωνή του παπά σκεπάστηκε αμέσως από ένα πανδαιμόνιο – ήχου και κρότους και κλαγγές και σμπάρα και χτυπήματα και καπνό. Λάτες και σιδερικά, κουδούνια και κασέλες, στάμνες και πλιθάρια και χαλκώματα μπήκαν σ’ ενέργεια στα γύρω σπίτια, κι όλα τους απάρτισαν μια τρελή ορχήστρα, που συντρόφευε τις έξαλλες εκδηλώσεις του πλήθους. Οι καμπάνες από πάνω άρχιζαν να σημαίνουν μανιασμένα, τα κανονόπουλα πυροκροτούσαν απανωτά, τα βαρελότα και τα μάσκουλα ξέσπαγαν ξαφνιστικά, τα τσιφιά κι οι ζουρλοροκέτες σφύριζαν επικίνδυνα, κάτω από τα φουστάνια των γυναικών. Ξεφώνιζαν τα κορίτσια, έσκουζαν τα νήπια, γάβγιζαν οι σκύλοι της γειτονιάς, οι κότες κακάριζαν κι αναφτερούγιαζαν τρομαγμένες. Οι παλικαράδες άδειαζαν τις καραμπίνες τους απανωτές στον αέρα, οι μάγκες στριφογύριζαν τα τριζόνια, τα παιδιά χτυπούσαν τις σανίδες τους πάνω στους τοίχους της εκκλησίας. Όλοι αγωνίζονταν να κάμουν κάτι που ν’ ακουστεί. Ο θόρυβος εκείνη την ώρα ήταν για τον καθένα μια εκδήλωση, πιο απαραίτητη από το σταυροκόπημα.
Οι γυναίκες κουνούσαν κουδουνιστά τα βραχιόλια τους, κι οι νοικοκυρές από τ’ αντικρινά παράθυρα χτυπούσαν με το γουδοχέρι τα μπρούτζινα μουχτάρια τους. Όσοι δεν είχαν τίποτα στα χέρια, έβαζαν τα δάχτυλα στο στόμα τους και σφύριζαν…
Είπαμε από που κατάγεται και για πιο λόγο γίνεται – κι εδώ κι αλλού – όλος αυτός ο θόρυβος στην Ανάσταση. Είναι βέβαια η Πασχαλινή χαρά που φέρνει αυτή τη σαματάδικη διάθεση στον κόσμο, αλλά μαζί κι η κρυμμένη μαγική πρόληψη, πως πρέπει να κυνηγηθούν οι δυνάμεις του σκότους, κάποια ξωτικά κι ανεπιθύμητα στοιχεία, που ο γυρισμός από τον Άδη του Χριστού τα παίρνει μαζί του και μας τα φέρνει στη γη…»