Σχεδόν 74 σχεδόν χρόνια η βόμβα «περίμενε» στα έγκατα της δυτικής Θεσσαλονίκης για να εξουδετερωθεί με την γιγαντιαία επιχείρηση αύριο το πρωί. Όχι, δεν πρόκειται για ιστορικό “ενθύμιο” των Γερμανών κατακτητών, αλλά η ιστορία της είναι λίγο διαφορετική
Η βόμβα είναι ενθύμιο των Εγγλέζων συμμάχων “φίλων” μας... Ένα φρικαλέο λάθος που έκαναν το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1943 τα εγγλέζικα -συμμαχικά αεροπλάνα είχε ως επίπτωση περί τους 500 νεκρούς, και μια σειρά από ογκώδεις βομβιστικούς μηχανισμούς που …”διασώζονται” μέχρι σήμερα.
Από το 1943 άρχισαν τα αγγλικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τις γερμανικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης
Η μικροϊστορία της λογοτεχνίας (και μάλιστα από συγγραφείς “αυτόπτες” και “αυτήκοες” ) “συμπληρώνει” εντυπωσιακά την “επίσημη” ιστορία .
«Δεκέμβρης του 43 ήταν, βράδυ Κυριακής – το γράφω και στο βιβλίο μου- όταν τα συμμαχικά αεροπλάνα έκαναν ένα φρικαλέο λάθος. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Βάρνας, της Νεάπολης και του Τόπαλτι (σημερινό Ροδοχώρι) υπήρχαν πολλές παράγκες με σκεπές από λαμαρίνες… Γυάλιζαν οι λαμαρίνες τη νύχτα και τις ανταύγειες από τις σκεπές τις εξέλαβαν οι Εγγλέζοι πιλότοι των βομβαρδιστικών για…θάλασσα , για το λιμάνι και τις επιταγμένες από τους Γερμανούς αποθήκες κι άρχισε ένας ανελέητος βομβαρδισμός …» λεει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο λογοτέχνης Περικλής Σφυρίδης (83 ετών σήμερα – μόλις 10 το βράδυ εκείνο που οι Εγγλέζοι “αφησαν” από …λάθος τα …συμμαχικά τους “δώρα”… ).
«Γεννιέται το ερώτημα πώς τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρον το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων, αφού οι συνοικισμοί Βάρνας, Νεάπολης και Συκεών βρίσκονται πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου διέμενε τότε η οικογένεια του συγγραφέα Γ.Ιωάννου” αναρωτιέται στη μελέτη της “Η γερμανική κατοχή σε πεζογράφους της Θεσσαλονίκης» , η καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Σωτηρία Σταυρακοπούλου.
«Παρατηρούμε ότι αυτό συνέβη όταν μετ’ ολίγον έλαμψεν ο τόπος. Από το κεφάλαιο του “Ψυχή μπλε και κόκκινη” του Περικλή Σφυρίδη, που αναφέρεται στον βομβαρδισμό αυτόν, διαβάζουμε πως όταν άρχισαν να φωνάζουν οι σειρήνες, η οικογένεια Σφυρίδη δεν ανησύχησε, διότι, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, αυτό γινόταν συχνά. Θεωρούσαν τους Εγγλέζους δικούς τους ανθρώπους, συμμάχους, που ήξεραν πού χτυπούσαν. Γράφει: «Θα τους αλλάξουνε τα φώτα», είπε ο πατέρας, «θα ρημάξουν τα τρένα και το λιμάνι», κι είχε η φωνή του μια δόση χαράς ή θριάμβου.
Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες δίπλα τους, όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλόφρονα, έτρεξαν να φύγουν από το σπίτι, να προφυλαχτούν όπου μπορούσαν. Ο πατέρας του Σφυρίδη πήρε τη σύζυγό του και τον μικρό Περικλή και έτρεξαν σε παρακείμενο εγκαταλειμμένο παλαιό καταφύγιο. Γράφει:” Αυτό το πανδαιμόνιο θα κράτησε κάνα εικοσάλεπτο, όταν ένα αεροπλάνο, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, έριξε μια υπέρλαμπρη φωτοβολίδα που έκανε τη νύχτα μέρα, κι αμέσως, ως δια μαγείας, σταμάτησε ο βομβαρδισμός κι απομακρύνθηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα αφήνοντας πίσω τους κόλαση. Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φωτοβολίδα βοήθησε τους πιλότους να αντιληφθούν το λάθος τους και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό στο λιμάνι, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Ιωάννου, επομένως, περιγράφει τη συνέχεια του βομβαρδισμού μετά το «λάθος» στις Συκιές, Βάρνα και Νεάπολη”
«Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. «Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν», είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύρριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες.
«Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές», τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό. Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους.
Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ’ ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου. Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους. Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία – τι τραγικό, από λάθος!“(Περικλή Σφυρίδη “Ψυχή μπλέ και κόκκινη” σελ. 93-94 “Βιβλιοπωλείον της Εστίας ) .
«Οι νεκροί θάφτηκαν άρον-άρον…Λίγες μέρες μετά τελέστηκε μνημόσυνο τους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας .Παρέστη μάλιστα και ο Γερμανός διοικητής της πόλης που συλλυπείται -σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής τους οικείους των νεκρών και μιλά για…”αχρείους δολοφόνους…” Τόσο θράσος.»συνεχίσει στη διήγηση του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης.
Αναφορές στον “κατα λάθος” βομβαρδισμό της περιοχής κάνει στο μυθιστόρημα “Μεγάλη Πλατεία” και ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Νίκος Μπακόλας.
Μια ακόμη βόμβα πάντως, της εποχής του Β΄Παγκοσμιου πολέμου (αγγλικής κατασκευής και …άρα του ιδίου “λάθους” ) είχε αποκαλυφθεί και εξουδετερωθεί στην ίδια ευρύτερη περιοχή …της Θεσσαλονίκης πριν απο 20 χρόνια.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ