Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο πεδίο, που κυριαρχούν εταιρικά συμπλέγματα πολυμέσων, υπάρχει εν εξελίξει μια αναπόφευκτη πάλη και σύγκρουση του “τοπικού” με το ” παγκόσμιο”. Αναμφίβολα η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει καταλυτικά και μεταποιητικά βασικούς τομείς του λαικού πολιτισμού και γενικά την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου. Αραγε ποία η σχέση και ποίος είναι ο κοινός τόπος της αισθητικής διαδραστικότητας και της άκρατης χρήσης των τεχνολογικών μεθόδων επικοινωνίας, προώθησης και επιβολής των σύγχρονων αποκρυσταλλώσεων, με τη “λαική” δημιουργικότητα , που πηγάζει από τη «λαική» συνείδηση και συνθέτει το φάσμα του «λαικού» πολιτισμού, προσδίδοντας χαρακτήρα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους πολίτες; Η λαική δημιουργικότητα έχοντας φορέα της την παραδοσιακή βιωμένη γνώση, μπολιάζεται από το “ναιβικό” βλέμμα του λαικού καλλιτέχνη που εκφράζεται αυθόρμητα και ανεπιτήδευτα. Ο καλλιτέχνης αυτός μέχρι το πρόσφατο παρελθόν είχε κίνητρο και όραμα του την έκφραση του κόσμου του, ώστε να προξενήσει με τις δημιουργίες του αισθητική συγκίνηση στον συνάνθρωπο του, ο οποίος αναγνώριζε σε αυτές τις ρίζες και τα βιώματα του. Μία πολύ σύντομη αλλά βασική αναφορά στον νεοελληνικό «λαικό» πολιτισμό και την ποικιλομορφία του είναι διαφωτιστική και ενδεικτική για τους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τη «λαική» συνείδηση στον ελληνικό χώρο. Ήδη από τον 18ο αιώνα η άνθιση της «λαικής» τέχνης είναι εμφανής. Η επιθυμητή σύνδεση του παρόντος με το ένδοξο παρελθόν είχε βασική προυπόθεση την καλλιτεχνική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή με την αυθόρμητη ποιητική διάθεση των δημιουργών φέρνει καλλιτεχνική άνοδο. Κάτι που βέβαια υποστηρίζεται από την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που επικρατεί τότε, ιδιαίτερα στον επτανησιακό χώρο, ο οποίος αν και κατέχεται και διοικείται από ευρωπαικές δυνάμεις και πρότυπα, ήδη από τον 16ο αιώνα, είναι δέκτης, φορέας και εκφραστής των ιδεών του ευρωπαικού τρόπου ζωής και του διαφωτισμού. Παράλληλα όμως ανθεί στο γενικό ελλαδικό χώρο και κατεξοχήν στα νησιά μια αξιόλογη παραδοσιακή «λαική» τέχνη. Ξυλόγλυπτα εκκλησιών, κρήνες, ακρόπρωρα, κεραμικά, υφαντά, κεντήματα και άλλα δημιουργήματα πολλών ανωνύμων, αλλά και κάποιων επωνύμων. Το 1829 ο Κων/νος Παπαδημητρίου από τα Άγραφα, με το απλοικό ύφος του λαικού τεχνίτη απαθανάτισε τον αγωνιστή της επανάστασης Γεώργιο Καραισκάκη σε μικρό επιζωγραφισμένο ξυλόγλυπτο. Σχεδόν παράλληλα η ύπαρξη των τηνιακών μαρμαρογλυφείων, που παρήγαγαν διακοσμημένες ταφόπλακες και αρχιτεκτονικά εξαρτήματα. Η ύπαρξη στην Αθήνα του εργαστηρίου «Ερμογλυφείον» μέχρι την ίδρυση του Σχολείου των Τεχνών το 1837 εκφράζει σε μεγάλο βαθμό το κύριο μέλημα πολλών καλλιτεχνών για αναβίωση και προσέγγιση των λαικών και κλασικών προτύπων με τους τρόπους βέβαια της σύγχρονης ζωής. Η λαική συνείδηση διαποτίζει την εικαστική έκφραση και σημαντικά τόσο τη λαική όσο και τη «ναίφ» ζωγραφική και λιθογραφία που παράγει θαυμάσια έργα. Αν και σήμερα τα δημιουργήματα αυτά κατατάσσονται και αναλύονται στο γενικό φαινόμενο της τέχνης των «περιθωρίων» είναι πολύτιμα πρότυπα ταύτισης συνείδησης και έκφρασης, βιώματος και απεικόνισης, αυθεντικότητας και αγνής αφέλειας. Χωρίς βέβαια να λείπει σε ποικίλες περιπτώσεις το επίπλαστο, το «κίτς» και το «ιμιτασιόν».
Με αυτή την προσέγγιση ανακαλύφθηκαν και εκτιμήθηκαν στον 20ο αιώνα οι μεταβυζαντινοί λαικοί εικονογράφοι και τοιχογράφοι, η διακοσμητική ζωγραφική του 18ου αιώνα στα Αμπελάκια, στη Βέροια, στη Σιάτιστα, στο Πήλιο και αλλού. Κορύφωση του λαικότροπου πάζλ οι εικονογραφήσεις του Παναγιώτη Ζωγράφου και αργότερα τα ελληνοκεντρικά και χρωματικά αξιόλογα έργα του λαικο-ναίφ Θεόφιλου. Όμως από τα μέσα του 20ου αιώνα η αλλοτρίωση της υπαίθρου, η ισοπέδωση από τον μοντέρνο τρόπο ζωής ηθών και εθίμων, η απομυθοποίηση της παράδοσης και η επικράτηση διεθνώς της σύγχρονης τέχνης έθεσε πράγματι σε ένα φαινομενικά ειδυλλιακό περιθώριο τη «λαική» τέχνη που συνέχισε να αναπαράγεται από μικροαστούς καλλιτέχνες. Ηδη με αυτή την προσαρμογή και τον προσανατολισμό πολλών στην εμπορική της αξιοποίηση έχασε σε σημαντικό βαθμό την αυθεντικότητα της ακολουθώντας τη στείρα κατεύθυνση της επανάληψης και όχι της εξελικτικής συνέχειας.Η αναφορά στις ιστορικές πηγές και την εξέλιξη της «λαικής» τέχνης εμπεδώνει την πεποίθηση ότι παρόλη την παγκοσμιοποιημένη τάση της ζωής και του κόσμου η λαική συνείδηση έχει τη δυνατότητα και νέων προσαρμογών. Απλά στην εποχή μας τα προσωπικά κίνητρα έχουν αντικατασταθεί από τα κοσμοπολίτικα πεδία εκμετάλλευσης των πάντων. Με αυτά τα δεδομένα τα πρότυπα της « λαικής» συνείδησης αλλάζουν αλλά δεν παύουν και να υφίστανται.
Ευνόητα η διαμορφωμένη συνείδηση σαν διαδικασία σύναψης του παρελθόντος και του παρόντος δημιουργεί μηχανισμούς αντίστασης ενάντια στη λήθη με το να διατηρεί και να συντηρεί ζωντανά σύμβολα, τελετουργίες, εθιμικές συμπεριφορές, δηλαδή όσα συνθέτουν την παραδοσιακή ταυτότητα. Η τάση για εξάλειψη όμως αυτής της ταυτότητας ή μάλλον ο εκσυγχρονισμένος μετασχηματισμός της με την μεγιστοποίηση της επικαιρικής μνήμης, που αντιδιαστέλλεται με τη συλλογική μνήμη, είναι ένα βασικό αίτημα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Σε ποιο βαθμό άραγε έχει συντελεστεί αυτό το νέο αίτημα για τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας «λαικής» συνείδησης στην υπερκαταναλωτική κοινωνία μας; Μήπως η διπολική του υπόσταση που στη μια φάση της υποστηρίζει την συντηρητική αντιγραφή των προτύπων και στη άλλη την ανανέωση-αλλαγή, η οποία εμπεριέχει και την τάση της πιθανής εκμηδένισης, οδηγήσει τη «λαική» συνείδηση στην πλήρη ελαστικότητα;
Ο «λαικός» πολιτισμός στην εποχή μας, σε όλες του τις εκφάνσεις, (π.χ οικήματα, τοπικές φορεσιές, υφαντική, κεντητική, αργυροχοία, χρυσοχοία, μεταλλοτεχνία, ζωγραφική αντικειμένων, λιθογλυπτική, αγγειοπλαστική, νηματοβαφές, εργαλεία, χορός, τραγούδι κ.α) τείνει να αποσυνδεθεί από την υποτιθέμενη φυσιολογική και αβίαστη γένεση του στα πλαίσια των τοπικών κυρίως κοινωνιών. Σαν αντικείμενο γνώσης μελετάται, ταξινομείται και γίνεται “αξιοθέατο” σε ειδικούς χώρους, λαογραφικά μουσεία, εθνολογικά ινστιτούτα και ιδρύματα. Ο παραδοσιακού τύπου “εξωτισμός” του, σε σχέση με τις νέες αισθητικές τάσεις και τα ενίοτε εξαμβλωματικά πρότυπα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της διαδραστικής εικαστικής και πνευματικής επικαιρότητας, τον εξοβελίζει στις τάξεις της απλοικής ιδιωματικής έκφρασης (μία αρνητική επιρροή της παγκοσμιοποίησης).
Βέβαια δεν τον αποκλείουν από το συναλλακτικό παιγνίδι, αφού όλα μπορούν να γίνουν είδη προς κατανάλωση και να έχουν λόγο ύπαρξης όταν αποδίδουν οικονομικά. Εδώ είναι καθοριστική η θέση της γενικής πολιτιστικής πολιτικής, αλλά και οι θέσεις ομάδων πίεσης, καλλιτεχνών και φορέων όσον αφορά την υποστήριξη του. Πολλοί τομείς της «λαικής» παράδοσης και έκφρασης μπορούν να κινήσουν το επιχειρηματικό ενδιαφέρον και με κατάλληλη καινοτόμα προσέγγιση να φθάσουν στη διαδικασία παραγωγής-πιθανόν και μεγάλης. Αναφέρω ενδεικτικά την περιοχή της κατασκευής χρηστικών προιόντων εσωτερικού χώρου, της ένδυσης-μόδα, της διατροφής, του design γενικότερα.
Είναι πολλές οι δυνατότητες που έμπρακτα διαφαίνονται σε αυτό το πεδίο με σύγχρονες δημιουργίες που έχουν την έμπνευση τους σε αναγνωρίσιμα παραδοσιακά καλλιτεχνικά μοτίβα. Συγκεκριμένα με την παροχή γενικής υποδομής, ικανών τεχνικών γνώσεων, οριοθέτηση τρόπων και μέσων, βάσεις ψηφιακών δεδομένων με υποδείγματα και ιστορικές πηγές, αλλά το κυριότερο υπόδειξη τοπικού χώρου-τόπου-περιφέρειας, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που οι συμμετέχοντες θα μελετήσουν και θα αντλήσουν τα « λαικά» μοτίβα της έμπνευσης τους. Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται επιχειρήσεις του ανάλογου κλάδου να επενδύσουν στο σχεδιασμό του εγχειρήματος που μπορεί να είναι διακρατικής εμβέλειας και που είναι ένα δυνατό στρατηγικό μέσο ανταγωνιστικότητας με την παραγωγή νέων προιόντων. Η εφικτή επιτυχία και η ζήτηση των προιόντων στην αγορά θα αποδείκνυε μια θετική παράμετρο της παγκοσμιοποίησης, αφού πυροδοτεί δημιουργικές αναμορφώσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδιαίτερα της «λαικής» τέχνης.
Διαπιστώνεται συμπερασματικά ότι η πολιτιστική ανάπτυξη στα όρια του παγκόσμιου” χωριού” συντελείται με κοινούς παρονομαστές και κώδικες. Βασίζεται στη χρήση μοντέλων/προτύπων που έχουν δομηθεί από τα media της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας προς ευρεία κατανάλωση. Οι βιωματικές έννοιες του έθνους, της μητρικής γλώσσας και των συναφών διαλέκτων, της τοπικής-παραδοσιακής αισθητικής σαν έκφρασης των βαθύτερων βιωμάτων και της « λαικής» συνείδησης, της συστηματικής σκέψης, της επιλεγμένης γνώσης και άλλες συναφείς διαδικασίες που συνθέτουν την πνευματική καλλιέργεια έχουν παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία σε μια κοινή και χωρίς στεγανά επικοινωνιακή πρόσληψη πληροφοριών. Η πρόσληψη αυτή εξυπηρετεί την « αγορά»-παγκόσμια βιομηχανία, διαδύκτιο, κ.α. Ετσι η διαμόρφωση της ατομικής αλλά και της συλλογικής συμπεριφοράς καθίσταται εύπλαστη από τα εταιρικά συμπλέγματα των πολυμέσων και των οικονομικοπολιτικών τους τάσεων. Σε αυτόν τον κίνδυνο που ελλοχεύει και επαυξάνεται από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τα απειλητικά συγκοινωνούντα δοχεία των αδιεξόδων της η εξατομικευμένη αλλά κύρια η συλλογική ανθρώπινη αντίδραση θα δώσει τις δύσκολες επιλύσεις. Ίσως τα τεράστια graffiti που καλύπτουν τοίχους και οχήματα στις πρωτεύουσες του κοσμοπολιτισμού εκφράζοντας με κοινή γλώσσα μηνύματα, εικόνες, ιδέες, κρίσεις , φαντάσματα και εφιάλτες του σύγχρονου ανθρώπου πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από μια γονιδιακού τύπου καλλιτεχνική «λαική» συνείδηση που θέλει να τονίσει παντού την παρουσία και τη δύναμη της χωρίς την απαραίτητη εξάρτηση από την παγκοσμιοποιημένη αγορά.
ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ