Γράφει η Αναστασία Μήλιου, Δικηγόρος*
Η μεταβολή του κύριου ονόματος αποφασίζεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση κατά την διαδικασία της εκουσίας διαδικασίας.
Η αίτηση συντάσσεται και κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου και ένα αντίγραφο κοινοποιείται στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα.
Η αλλαγή του κυρίου ονόματος δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση.
Ο νόμος αναφέρει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει το κατά πόσον υπάρχει “σπουδαίος λόγος”, ο οποίος δικαιολογεί την μεταβολή του κύριου ονόματος. Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις κατά τις οποίες ένα μη εύηχο όνομα δικαιολόγησε τέτοια μεταβολή. Π.χ. κύριο όνομα που μοιάζει με επώνυμο ή που προκαλεί σύγχυση είναι μερικοί λόγοι που το δικαστήριο αποδέχεται και προχωρεί στην αλλαγή του κυρίου ονόματος.
Επίσης σημαντικοί είναι και οι ψυχολογικοί λόγοι. Π.χ. υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που φέρουν το όνομα συγγενούς τους, ο οποίος στο παρελθόν τους κακοποίησε ή τους εγκατέλειψε ή τους έχει φερθεί με ιδιαίτερα άσχημο τρόπο σε σημείο που η θύμηση του ονόματος είναι αρνητική και ταράζει ψυχολογικά τον κάτοχό του. Τέτοιου είδους λόγοι αν και ακραίοι έχουν γίνει δεκτοί από την νομολογία.
Λόγοι συνειδησιακοί, όπως είναι η μεταβολή του θρησκεύματος, έχουν ήδη κριθεί ότι αποτελούν και σπουδαίο λόγο για την μεταβολή του κύριου ονόματος.
Αλλαγή κύριου ονόματος θεωρείται επίσης η τροποποίηση ή η συμπλήρωσή του. Η αίτηση διόρθωσης ή συμπλήρωσης του ονόματος ανήκει στην ευρύτερη διαδικασία διόρθωσης των στοιχείων των ληξιαρχικών πράξεων.
Έτσι κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δικάζονται και οι αιτήσεις όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του Εισαγγελέα, με τις οποίες ζητείται η διόρθωση ορισμένου στοιχείου της ληξιαρχικής πράξης, που προβλέπεται από το νόμο ως απαραίτητο για τη σύνταξή της και το οποίο από παραδρομή ή και ηθελημένα καταχωρήθηκε στη ληξιαρχική πράξη που έχει συνταχθεί. Αντικείμενο, επομένως, της αίτησης διόρθωσης είναι η διαπίστωση των ακριβών στοιχείων, που απαιτεί ο νόμος για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης και ο τονισμός της ορθότητας αυτών, σε σύγκριση με τα στοιχεία, που βεβαιώθηκαν ανακριβώς στη ληξιαρχική πράξη, της οποίας ζητείται η διόρθωση, η δε απόφαση που εκδίδεται, ως προς τη ρυθμιστική της ενέργεια, είναι στην ουσία διαπιστωτική διορθωτική θετική διοικητική πράξη και όχι διαταγή στο ληξίαρχο για τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης, που, ενδεχομένως, συντάχθηκε από αυτόν ανακριβώς, ούτε υποκαθιστά τη δική του ενέργεια, παρά δημιουργεί εις βάρος του ανωτέρω την υποχρέωση να προβεί στη σχετική διόρθωση.
Σε περίπτωση θετικής έκβασης, η τελεσίδικη απόφαση με την οποία διατάσσεται η μεταβολή του ονόματος προσκομίζεται στο ληξιαρχείο και στο δημοτολόγιο, τα οποία είναι υποχρεωμένα να προβούν στην σχετική μεταβολή.
Η πρόσληψη και η αλλαγή επωνύμου παλαιότερα γινόταν με απόφαση του Νομάρχη και ήδη του Δημάρχου, ενώ μπορούν να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, λεπτομέρειες για τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πρόσληψης και αλλαγής επωνύμου. Και σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται σπουδαίος και συγκεκριμένος λόγος για την αλλαγή του επωνύμου, καθώς αποτελεί μεν το επώνυμο στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, η αλλαγή του, όμως, δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά γίνεται ύστερα από απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου εφ’όσον συντρέχουν συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν την μεταβολή του επωνύμου. Και τούτο διότι το επώνυμο, το οποίο έχει καθοριστικό ρόλο στην ταυτοποίηση του προσώπου, ενδιαφέρει προφανώς τη δημόσια τάξη και τις ειδικότερες εκφάνσεις της, όπως προεχόντως την αποτελεσματική αστυνόμευση και δίωξη του εγκλήματος. Περαιτέρω, συνάπτεται με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου. Εξ άλλου, τηρουμένης της προβλεπομένης διοικητικής διαδικασίας, διά της οποίας δεν αποκλείεται και η αλλαγή ελληνικού επωνύμου σε ξενόγλωσσο, το αρμόδιο όργανο, ασκώντας ορθώς την ανήκουσα σ’αυτό διακριτική εξουσία, οφείλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προπαντός να εκτιμά τους λόγους, τους οποίους επικαλείται ο αιτούμενος την μεταβολή του επωνύμου του, και να αποφαίνεται, εν όψει αφ’ενός της σοβαρότητας των λόγων αυτών και αφ’ετέρου των στοιχείων που προσκομίζονται από τον ενδιαφερόμενο, αν ενδείκνυται ή όχι η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικώς, από της απόψεως αυτής, την απόφασή του.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΕΦΕΤΑΙΣ ΑΘΗΝΩΝ