Της Αναστασίας Χρ. Μήλιου*
H συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων μέσω δημοψηφίσματος αποφάσισε να προβεί σε απεργία διαρκείας και αποχή από τα δικαστήρια ως ένδειξη έντονης διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας για το νέο νομοσχέδιο που πρόκειται να ψηφιστεί από την Βουλή και αφορά τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ειδικότερα:
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξήγγειλε νομοσχέδιο με ριζικές αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αλλάζουν εντελώς πρώτον την μορφή της ακροαματικής διαδικασίας έτσι όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα και δεύτερον τον τρόπο διεξαγωγής των πλειστηριασμών και κατασχέσεων. Και όλα αυτά με ένα νομοσχέδιο που ευνοεί κατά κύριο λόγο τους δυνατούς και κυρίως όπως αναλυτικά θα εξηγήσουμε τις Τράπεζες.
Ειδικότερα προβλέπεται η κατάργηση της μέχρι τώρα διαδικασίας στο ακροατήριο, με την εξέταση των μαρτύρων.
Πλέον η όλη διαδικασία, ή το μεγαλύτερο μέρος της, θα διεξάγεται εγγράφως. Πρόκειται για μια άφωνη συζήτηση που μπορεί μάλιστα να λάβει χώρα χωρίς την παρουσία διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων. Αν κρίνει ο δικαστής πως απαιτείται εξέταση μαρτύρων ενός από κάθε πλευρά, τότε προβλέπεται η δυνατότητα να επαναληφθεί η συζήτηση, δηλαδή να υπάρξει κατ’ αντιδικία προφορική εξέταση του μάρτυρα και σε περίπτωση Πολυμελούς Δικαστηρίου τούτη διεξάγεται μόνον ενώπιον του εισηγητή και όχι της όλης σύνθεσης
Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό η εν λόγω διαδικασία από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης θα διαρκεί περίπου 6-8 μήνες, από 3,5 χρόνια που απαιτείται σήμερα για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης.
Ο βασικός αντίλογος σε αυτό είναι ότι μέσα από την διαδικασία επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης θα προκληθεί «έλλειμμα δικαιοσύνης».
Οι έχοντες σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης και τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας των εμμάρτυρων αποδείξεων γνωρίζουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις μόνο η ακροαματική διαδικασία μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη ποια από τις δύο πλευρές που συγκρούονται έχει δίκιο. Η εξέταση των μαρτύρων από το δικαστή αλλά και τους δικηγόρους είναι το βασικότερο των αποδεικτικών μέσων, που χρησιμοποιείται από τότε που συγκροτήθηκαν στον κόσμο δικαστήρια. Οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν το αποδεικτικό εκείνο μέσο που κατά τις εκτιμήσεις όλων όσων συμμετέχουν σε μια δίκη, θεωρείται το λιγότερο αξιόπιστο και τούτο διότι συντάσσονται από τους δικηγόρους και απλά υπογράφονται από τους μάρτυρες. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο εύκολα μέσω του γραπτού λόγου, μπορεί ένας μάρτυρας να τονίσει αυτά που συμφέρουν τον διάδικου υπέρ του οποίου καταθέτει και να σιωπήσει για όσα μπορεί να γνωρίζει εις βάρος του, αφού η κατάθεσή του είναι απολύτως ελεγχόμενη. Αυτό όπως γνωρίζουμε όλοι δεν συμβαίνει μπροστά σε ένα ζωντανό δικαστήριο που ο μάρτυρας δεν γνωρίζει τις ερωτήσεις που θα υποβάλει ο δικαστής ή αντίδικος δικηγόρος. Το άγχος, η βιασύνη του μάρτυρα ή η ικανότητα του δικηγόρου να εκμαιεύει πληροφορίες, επιτρέπουν στην αλήθεια να αποκαλυφθεί.
Πέρα από αυτό όμως, το προτεινόμενο σύστημα ευνοεί τον ισχυρό και αδικεί τον αδύνατο. Είναι πλέον εύκολο στον οικονομικά ισχυρό και να βρει αρκετούς μάρτυρες και να τους εξετάσει σε Συμβολαιογράφο ή σε Ειρηνοδίκη, σε αντίθεση με τον οικονομικά αδύναμο, που δεν μπορεί να το πράξει με την ίδια (οικονομική) ευχέρεια.
Και τούτο διότι οι ένορκες βεβαιώσεις ως ισχύουν σήμερα, έχουν την εξής διαδικασία. Κλήση που επιδίδεται σε όλους τους αντιδίκους με δικαστικό επιμελητή για την γνωστοποίηση της ημέρας, της ώρας και του τόπου διεξαγωγής των ένορκων βεβαιώσεων. Κόστος περί τα 50 ευρώ η κάθε επίδοση.
Οι ένορκες μπορούν να γίνουν είτε ενώπιον συμβ/φου ή Ειρηνοδίκη. Στην περίπτωση του συμβολαιογράφου το κόστος είναι ανά φύλλο ένορκης όπως την κοστολογεί ο κάθε συμβολαιογράφος.
Στον Ειρηνοδίκη εφόσον ο διαδικος είναι παρόν κατά την ένορκη εξέταση δεν πληρώνει τίποτα πέρα από τα χαρτόσημα της αίτησης και τα αντίγραφα.
Στην αναγκαστική εκτέλεση που σημαίνει κατάσχεση και πλειστηριασμό ακινήτου του οφειλέτη, έχουν αναγγελθεί οι σημαντικότερες αλλαγές.
Το υπουργείο δικαιοσύνης τόνισε ότι θα υπάρξουν δραστικές αλλαγές στους πλειστηριασμούς ακινήτων οι οποίοι θα γίνονται ηλεκτρονικά.
Σύμφωνα με το νέο σχέδιο όλες οι πράξεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης θα συγκεντρώνονται σε μια πράξη (ανακοπή) για την άσκηση της οποίας προβλέπονται πλέον μόνο δυο στάδια, ένα πριν και ένα μετά τον πλειστηριασμό.
Μέχρι τώρα ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ανακοπής εναντίον κάθε προγράμματος πλειστηριασμού. Περιορίζονται δηλαδή τα ένδικα μέσα που έχει ο οφειλέτης σε περίπτωση που κατάσχεται και εκπλειστηριάζεται το ακίνητό του.
Επιπλέον προβλέπεται συγκεκριμένος προσδιορισμός του πλειστηριασμού το αργότερο εντός 8 μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης ενώ απλοποιείται και το σύστημα υποβολής προσφορών στον πλειστηριασμό. Για τις τιμές των ακινήτων κατά τον πλειστηριασμό, αυτές θα είναι στα 2/3 της αντικειμενικής αξίας, στο δεύτερο στάδιο θα είναι στο 1/2 και μετά πάμε στο 1/3.
Σύσσωμος ο δικηγορικός κόσμος συμφωνεί και διαμαρτύρεται διότι είναι σαφές ότι με το νομοσχέδιο αυτό, προετοιμάζεται το έδαφος για μαζικές κατασχέσεις στα ακίνητα των δανειοληπτών από τις Τράπεζες ή απ’ αυτούς, στους οποίους θα πωληθούν από τις Τράπεζες τα κόκκινα δάνεια. Και τούτο προκύπτει από την δυνατότητα που δίνει το νέο νομοσχέδιο πολλαπλών κατασχέσεων στο ίδιο ακίνητο, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει μέχρι σήμερα ότι μόνο μία κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί, χωρίς βέβαια να αγνοούνται και τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών, πέραν του κατάσχοντος.
Η διαδικασία της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού απλοποιείται σε όφελος του δανειστή, ενώ η θέση του οφειλέτη πολύ δύσκολη εκ των πραγμάτων, επιδεινώνεται παραπέρα, με την αποδυνάμωση της άμυνας του και τον περιορισμό των ενδίκων μέσων που μπορεί να ασκήσει. Πρέπει δε να ληφθεί υπ’όψιν ότι οι προτάσεις αυτές απλούστευσης της διαδικασίας των πλειστηριασμών προήλθαν από μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι προϊστάμενοι των νομικών τμημάτων της Τράπεζας Πειραιώς και της Eurobank, ενώ το σώμα των δικαστών διαμαρτύρεται ότι οι δικές του προτάσεις και οι αντιθέσεις του με αυτά που πρόκειται να ισχύσουν δεν ελήφθησαν καθόλου υπ΄όψιν.
Επίσης άλλη σημαντική αλλαγή σε βάρος των πολιτών και υπέρ των τραπεζών είναι η εξής: Μέχρι τώρα ο εργαζόμενος κατά του οφειλέτη-εργοδότη, σε βάρος του οποίου γινόταν πλειστηριασμός, είχε προνόμιο, δηλαδή κατατασσόταν πριν από άλλες απαιτήσεις. Με το νέο νομοσχέδιο προηγούνται οι αξιώσεις των Τραπεζών έναντι αυτών των εργαζομένων, που έτσι είναι βέβαιο ότι δεν θα ικανοποιηθούν.
Δηλαδή αν μια τράπεζα κι ένας εργαζόμενος προέβαιναν σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του εργοδότη προηγείται μέχρι σήμερα η ικανοποίηση του εργαζομένου από το εκπλειστηρίασμα και από ό,τι περισσεύει θα ικανοποιηθεί η τράπεζα ή όποιος άλλος δανειστής. Τώρα η τράπεζα προηγείται έναντι όλων.
Με λίγα λόγια η θέση των δικηγορικών συλλόγων είναι οτι το προτεινόμενο νομοθέτημα είναι ενταγμένο στην προσπάθεια που γίνεται να θιγούν ακόμα περισσότερο οι πιο αδύναμοι και να ενισχυθούν οι δυνατοί, τους οποίους έχει αποδείξει ότι εξυπηρετεί η τροποποίηση του κώδικα πολιτικής δικονομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών.
*Η Αναστασία Χρ. Μήλιου είναι Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών