Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού
Έφτασε και η Λαμπρή, μα κάθε τέτοια μέρα έρχεται δυνατά στο μυαλό μου το περίφημο ποίημα του μεγάλου ποιητή μας, του Διονυσίου Σολωμού « Η ημέρα της Λαμπρής». Το ποίημα αφιερώνω ως έκφραση ευχών για ένα καλύτερο αύριο, γεμάτο υγεία, καθαρή συνείδηση και δημιουργία στους φίλους αναγνώστες, για να έχουν χρόνια «Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά…».
Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από ’κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε∙
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε∙
Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε∙
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.
……….
Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι δεν αισθανόμαστε την Λαμπρή, την Ανάσταση του Χριστού μας, ως το αποκορύφωμα του Θείου Έργου για τη Σωτηρία του ανθρώπου. Έστω και τυπολατρικά κάνουμε κάποια πράγματα, τελούμε κάποια έθιμα κατά «παράδοση» και όχι κατά συνείδηση. Το έθιμο έχει φυσικά την αξία του, την ενέργειά του, τη δράση του, τη τελετουργία του. Στην εποχή μας που όλα εκθείτονται σωρηδόν για πολλούς και διαφόρους λόγους, θα πρέπει να επανατοποθετήσουμε εσωτερικά την κάθε ενέργεια της εθιμικής τελετουργικής πράξης μέσα από την ουσία της , στην οποία αυτή στηρίζεται και μας παρέχει δράση. Αυτή η εθιμική πράξη πρέπει να εναρμονιστεί με το σύνολο, ώστε να γίνει σωστά κοινωνική, πρωτίστως να την αισθανθούμε ατομικά στην ψυχή μας, στον εαυτό μας. Αλλιώς θα κάνουμε πράγματα του «κοινωνικού παρασυρμού», χωρίς να χαράζονται οι εθιμικές εικόνες ως λυτρωτικές μέσα στη ψυχή μας.
Είναι γεγονός ότι σε κάθε κοινωνική σύναξη, ή καλύτερα όπου συναθροίζονται πολλοί άνθρωποι για καλό ή ακόμη και για κακό, δημιουργείται μια «ηλεκτρομαγνητική» τηλεπαθητική ενέργεια, ανάλογης δύναμης, που αν έχει καλό σκοπό, τότε επιφέρει νοερά αποτελέσματα και ωφέλει ψυχής. …..
Κλείνοντας τις σκέψεις από την ματιά της λαογραφίας και ψυχολογίας θα προσέγγιζα με έναν προβληματισμό, χωρίς ανάλυση, γιατί αυτό θέλει πολύ χώρο και μελάνι, την παρουσία των εκπροσώπων Διοικητικών και Πολιτικών Θεσμών, στις «κοινωνικο – θρησκευτικές τελετές» με αποτέλεσμα ορισμένοι ή καλύτερα σε μεγάλο ποσοστό από αυτούς, να στέκουν ως «λείψανα παρακολούθησης» για το «θεαθήναι». Σαφώς και οι πολιτειακοί θεσμοί πρέπει να δίνουν το παρόν τους, πρέπει να είναι μπροστά, αλλά όταν γνωρίζεις που ανήκουν και τι ποιόν τους διακατέχει, τότε η στάσης τους είναι μια υποκρισία και μελλοντική άγρα ψήφων. Ιδίως όταν αυτοί οι εκπρόσωποι είναι κομματικοί δείχτες και επιθυμούν να ανέβουν στον πολιτικό θώκο. Βέβαια αυτό δεν είναι αδιάφορο από πολλούς, που ξέρουν να εκτιμήσουν την αξία της κάθε στιγμής…
Αλλά μια και μιλάμε για έθιμα και εκκλησιαστικά τελετουργικά εθιμικά μέσα από δυο λόγια ανάλυσης, θα σταθώ στο θέμα με τις κροτίδες στην Ανάσταση.
Τα σμπάρα, τα βαρελότα, το σπάσιμο των αγγείων, οι κροτίδες και τα τοιαύτα, αποτελούν έκφραση χαράς, εκτόπισης κακού, εκτόπισης κακής ενέργειας, διεγείρουν τις αισθήσεις, φέρνοντάς σε στη ζωή. «Σε τρομάζουν», σε ξυπνούν και σου λένε πως ζεις, πως νίκησες τον θάνατο, πως μπορείς να ξυπνήσεις και να νικήσεις το θάνατο και με τον μεγάλο θόρυβο γίνεται μέσα σου «μια πρόβα θανάτου» που σε προετοιμάζεις να δεις τη ζωή και να επιλέξεις προσωπική στάση και εξέλιξη .
Ας έρθω όμως στην παλιά λαογραφία του Ληξουρίου απέναντι στην αδελφή πόλη του Αργοστολίου, που οι παλιές κόντρες και τα ευτράπελα ήταν πράξεις ζωής, δράσης και Ανάσταση ύπαρξης για τις δυο πόλεις.
Κάθε που οι Ληξουριώτες έφτανε η Λαμπρή, τα παλιά χρόνια, έως και το 1919, αλλά πιθανόν και για λίγα χρόνια μετέπειτα, σμπαράριζαν τα κανόνια ενάντια στο Αργοστόλι. Το έκαναν με κέφι για να δηλώσουν την παρουσία τους, το μπρίο τους, αλλά και να τους πουν, πως, οι της απέναντι όχθης κάτοικοι είναι φωλιασμένοι μέσα στη λάκα, δεν παίρνουν «τον αγέρα τους».
Βέβαια, οι Ληξουριώτες όπως ήταν πάντα θορυβώδεις, αλλά και σπιρτόζοι, έβρισκαν την ευκαιρία να λένε τσου Αργοστολιώτες « ωρές ειμάστενε ζωντανοί ! και εσείς που εισάστενες ωρές; Να σας αμολάρουμε και καμιά σμπαραξιά άμα λάχει … για να ξυπνήσετε;!
Και ο παραπάνω λόγος έχει την αιτία του! Είχε λοιπόν το Ληξούρι αρκετά κανόνια, δυο από αυτά ήταν «Ο Κάρλος και ο Λούτσος» .
Εκ των οποίων το ένα ονομαζόταν Κάρλος εκ του ονόματος του εργοστασίου που προερχόταν «Karlo e Figlio» (εκ της οποίας λέξεως προήλθεν ίσως η ονομασία Καρυοφίλι), το δε δεύτερο, ο Λούτσος, ήταν από άλλο ομώνυμου εργοστάσιου. Τα κανόνια τα μετέφεραν οι Ληξουριώτες παρά τους Αγ. Αποστόλους παλαιού Ενετικού πυροβολείου, όπου η περιοχή ονομάστηκε «στρατώνας» εκεί όπου σήμερον υπάρχει το νεκροταφείο της πόλης…
Και φίλε μου, α.. άφησέ με να μιλήσω Ληξουριώτικα… άμααα δεν μπορώ! Τόμου ήταν Λαμπρή μαζεύονταν όλα τα αγιόπαιδα – ζιζάνια του Ληξουριού και άναβαν τον Κάρλο, που κοιτούσε προς το Αργοστόλι.
Έκαναν πρώτα να ξημερώνει Λαμπρή «Θεού κακό» στις εκκλησίες, εκείνος ο Αρχάγγελος, η ομορφοκκλησιά του Ληξουρίου, είχε μαρτυρήσει, τα στασίδια ήταν μπουκούνια, και αφού τα ζιζάνια πήγαιναν από ναό σε ναό και δώστου σμπάρα και αυτοσχέδια «πυρομαχικά» και έπειτα μαζεύονταν οι παρέες και «άναβαν» τον Κάρλο και τον έκανα να βογγάει κοιτώντας το Γροστόλι.
Ακόμη και ο Γεώργιος Μολφέτας δεν άφησε το θέμα και μ’ αυτό κόσμησε τις σελίδες του στην εφημερίδα «Ζιζάνιον»…
Επίσης είχαν γραφεί και άλλοι στίχοι για τα «σμπάρα του Κάρλου» την εποχή που έγινε η πολυπόθητη Ένωση με την Ελλάδα…