Lucia Baldini, Κατερίνα Μπότσαρη, Sabrina Casadei, Francesco Cuna, Lorenzo Di Lucido, Χρήστος Γιαννόπουλος, Άννα Καρατζά, Arianna Matta, Alessandro Saturno, Γεώργιος Σουρμελής, Enrico Tealdi, Δημήτρης Βαλλάτος
Διάρκεια: 5-6-7 Αυγούστου 2016
Ώρες λειτουργίας: 19:00-00:00
Η έκθεση Διάλογος πρώτος: Παλιά Βλαχάτα, που γίνεται στα πλαίσια του Saristra Festival, αποτελεί μία συνάντηση καλλιτεχνών, από την Ελλάδα και την Ιταλία, στο κατεστραμμένο από τον σεισμό του 1953 και εγκαταλελειμμένο χωριό Παλιά Βλαχάτα Κεφαλονιάς, στο Ιόνιο Πέλαγος, μία θάλασσα ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες. Στην έκθεση, που κυρίαρχο εκφραστικό μέσο είναι η ζωγραφική, διερευνώνται θέματα όπως η μνήμη, η εγκατάλειψη, αλλά και η δημιουργική συνομιλία και η πιθανότητα ανάπτυξης αλληλεπιδράσεων και καλλιτεχνικών συγγενειών.
Η Lucia Baldini ζωγραφίζει τοπία, ενδιαφέρεται για την τέχνη στη φύση, τη φωτογραφία, ‘δίνει πνοή’ στα φύλλα των δέντρων. Τα πρόσφατα έργα της είναι εμπνευσμένα από τους σεισμούς, την μνήμη του οικείου, την προστασία του περιβάλλοντος και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στη δουλειά της Κατερίνας Μπότσαρη, η καθημερινότητα ορίζεται ως μια πολυ-πρισματική κατάσταση αντι-κανονικότητας. Μέσα από την παρατήρηση ξεχωρίζει σημεία και στιγμές που την ενδιαφέρουν και τα επανατοποθετεί στο χώρο ή στη ζωγραφική με σκοπό να τους προσδώσει μια νέα ανάγνωση.
Η Sabrina Casadei αντλεί τις εικόνες της από την διερεύνηση εκείνου που θα μπορούσε να της επιστήσει την προσοχή. Όταν αυτό συμβεί, κόβει, απομονώνει , προσχεδιάζει νέα τοπία. Αυτή η νοητική διαδικασία επιτρέπει να οικοδομήσει οικεία μέρη στον έξω κόσμο χωρίς τη χρήση υλικών κατασκευής. Η καλλιτεχνική της έρευνα της είναι βασισμένη στη νοσταλγία, εκείνη του να είσαι μακριά από το σπίτι και όμως παντού να βρίσκεις ένα μέρος που να μπορείς να αποκαλέσεις σπίτι.
Κάθε αναγνωρίσιμη εικόνα αφήνει ένα ενδιάμεσο χώρο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, και αυτό είναι που ψάχνει ο Francesco Cuna σε κάθε του έργο. Έτσι, το μορφολογικό του λεξιλόγιο προέρχεται από τη φωτογραφία. Γοητεύεται από τα χιλιάδες οπτικά αρχειακά ντοκουμέντα, ιδίως εκείνα που έχουν χάσει μία συγκεκριμένη αντικειμενική αναφορά στην πραγματικότητα και στην αιτία που τα έχει γεννήσει. Η δουλειά του έχει να κάνει με τη συλλογική μνήμη, ή μάλλον περισσότερο με τα οπτικά τεχνάσματα της μνήμης. Προσπαθεί να μεταφέρει στην δουλειά του ένα στρώμα «εκείνου-που-έχει-ήδη-ιδωθεί», αναγνωρίσιμο και καθησυχαστικό για τον παρατηρητή , προκειμένου να αποκαλυφθεί στη συνέχεια, μια δεύτερη πιθανή λειτουργία αποσταθεροποίησης (ίσως η πραγματική).
Ο Lorenzo Di Lucido μετά από μία επίπονη αναζήτηση στη δουλειά του αποφάσισε να διαλύσει τα τοπία, να τα αλέσει μέσα στο φως του χρώματος και να τα στερεώσει πάνω στον καμβά μετά από μία επίμονη επεξεργασία. Αποφάσισε να δουλέψει σε μια επιφάνεια κάθε φορά με πιεστικές προθεσμίες που ο ίδιος έθετε στον εαυτό του, ή καλύτερα με τον επαρκή χρόνο για να δώσει ζωή σε ένα ορισμένο φως. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Όπως λέει ο ίδιος «Είπα στον εαυτό μου, ανάπνευσε και δούλεψε και κάντο με τρόπο που η αναπνοή να είναι ο εσωτερικός ρυθμός της δουλειάς. Δόμησε την επιφάνεια μέσω του σημείου και του χρώματος και αυτό είναι όλο. Μπορεί έτσι, ακόμα και κάτι να πεθάνει, δεν πειράζει».
Μέσω της οικειοποίησης εικόνων από φωτογραφίες, εξώφυλλα, ταινίες, από προϋπάρχουσες δηλαδή καταγραφές του αντικειμένου, το κάθε έργο στη δουλειά του Χρήστου Γιαννόπουλου, παραπέμπει τόσο στο πρωτογενές σημείο, όσο και στην επεξεργασμένη και ζωγραφικά διασκευασμένη αποτύπωσή του. Γενικά, στη δουλειά του, παράλληλα με το ζωγραφικό σχολιασμό θεμάτων όπως η μαζική κουλτούρα, η θρησκεία και η πολιτική, υπάρχει και η πρόθεση να αναπαρασταθεί η μνήμη, εξετάζοντας τις δυνατότητές της.
Η Άννα Καρατζά δημιουργεί εικόνες σχετικές με την αστική τοπιογραφία και τον εσωτερικό οικιακό χώρο. Το διαμέρισμα, ως χώρος βιώσιμος και βιωμένος, αποτελεί το πεδίο δράσης των ιστοριών που αφηγείται ή που υπαινίσσεται η καλλιτέχνις.
Τα έργα της Arianna Matta παρουσιάζουν μέρη εγκαταλειμμένα και αποδομημένα, χώρους νοητικούς που αντανακλούν την τρέχουσα κατάσταση μιας κοινωνίας όλο και πιο ξέφρενης και κατακερματισμένης. Ξεκινώντας από ένα φόντο με παχιά στρώση χρώματος, συνεχίζει με μία χρωματική λύση με πολύ αραιό λάδι, συχνά μονοχρωματικό και δουλεύει με διαφορετικά εργαλεία για να δημιουργήσει, χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του Zygmunt Bauman, ένα ‘υγρό όραμα’ της πραγματικότητας στην οποία η κατασκευή παραχωρεί το βήμα στην ‘αστάθεια’.
Στην έρευνά του, ο Alessandro Saturno, ερευνά το μυστήριο της ύλης και του πνεύματος, μέσω της ζωγραφικής ως όχημα για μία γέννηση οργανική, ανώτερη. Το τέλος και η αρχή, το αίνιγμα της απουσίας και της σωματικής παρουσίας, είναι οι χρονικές και οι χωρικές συντεταγμένες αυτής της έρευνας. Ο ζωγραφικός του χώρος είναι ένα κενό όπου η φιγούρα συμβαίνει, σχηματίζεται ή διαλύεται, κοιτάς μέσα, περνάς.
Ο Γεώργιος Σουρμελής ζωγραφίζει και συνοδεύει τον λόγο των ψυχών σε διάφανες επιφάνειες. Ερευνά ένα αρχαίο είδος ζωγραφικής των περιγραμμάτων και μεταφράζει τον λόγο επιλεγμένων κειμένων της αρχαίας ελληνορωμαϊκής γραμματείας σε σχήματα, ενώ συχνά το έργο του στέκεται κριτικά απέναντι στην ασφυκτική ζωή των σύγχρονων πόλεων.
Η δουλειά του Enrico Tealdi έχει χαρακτηριστεί ως μία ποίηση που εκφράζεται μέσα από τη ζωγραφική σε χαρτί, δημιουργώντας έργα και εγκαταστάσεις που διηγούνται ιστορίες στοργής, σχέσεων, εγκατάλειψης και μοναξιάς, ενωμένες από το υποκειμενικό και λεπτό νήμα της μνήμης. Τα έργα του μιλούν για τη νοσταλγία που οικειοποιείται τα αντικείμενα, τους χώρους, την περιφρόνηση που ο άνθρωπος έχει προς τον εαυτό του και το πεπρωμένο του .
Ο Δημήτρης Βαλλάτος αναζητά την λειτουργία της αφήγησης μέσα στην ζωγραφική, το πέρασμα από τον χρόνο, την επίκληση πνευμάτων, τη νύχτα, χρησιμοποιώντας λιτά χρωματικά μέσα και ένα χειρισμό του φωτός που παραπέμπει στη βυζαντινή ζωγραφική. Πρόθεσή του δεν είναι να αναπαραστήσει έναν ιδιωτικό χώρο, αλλά μάλλον έναν ιδιωτικό χρόνο.